Το βιβλίο με τίτλο «Τάσος Λειβαδίτης, Ο ποιητής, το έργο, η ζωή του» από τις εκδόσεις «Στίξις», που επιμελήθηκε ο ποιητής, συγγραφέας και προσωπικός φίλος του Τάσου Λειβαδίτη Γιώργος Δουατζής, αποτελεί μια συλλογική πνευματική εργασία, στην οποία συμμετέχουν με κείμενά τους εξέχουσες προσωπικότητες των Γραμμάτων και της Τέχνης. Ο καθένας φωτίζει και μια διαφορετική πτυχή του έργου ή άγνωστα στοιχεία της ζωής, της προσωπικότητας του μεγάλου μας ποιητή.
Ο Γιώργος Δουατζής, κινούμενος από τη βαθειά εκτίμηση στο έργο του Λειβαδίτη και την αγάπη που τρέφει ο μαθητής για τον Δάσκαλο, θεώρησε ηθικό χρέος -όπως αναφέρει- την επιμέλεια και έκδοση αυτού του βιβλίου, με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων (1988-2018) από τον θάνατο του ποιητή, το έργο του οποίου αποτελεί θεμελιώδες κεφάλαιο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το ποίημα το Γιώργου Δουατζή «Το χρέος», γραμμένο τον Οκτώβριο του 1990, με το οποίο κλείνει το βιβλίο αυτό. Παραθέτω κάποιους στίχους:
«Έτσι κύλησαν οι αιώνες
και νάμαστε πάλι οι δυο μαζί
να μετράμε μέρες και ποιήματα
να ζωντανεύουμε λευκά χαρτιά
για νάχουν αγάπη οι άνθρωποι
και να ζεσταίνονται τις νύχτες του χειμώνα
ήσυχοι αφού κάποιοι άλλοι
τραγούδησαν γι' αυτούς κι απόψε
πληρώνοντας το προαιώνιο χρέος
που θα εκκρεμεί την επόμενη, τη μεθεπόμενη
την κάθε των ανθρώπων νύχτα.»
Με αφορμή αυτή την υπέροχη, πολύπλευρη και εμπεριστατωμένη έκδοση, να πούμε ότι ο Τάσος Λειβαδίτης γεννημένος στην Αθήνα το 1922 και έχοντας χαραγμένα στην ψυχή του τα βιώματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου αγωνίζεται για πανανθρώπινα ιδανικά και για το όραμα της ειρήνης, της ελευθερίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Έγραψε:
«Τα ζήσαμε όλα: το μίσος, την ταπείνωση,
τη δόξα και τους φόβους της,
τον έρωτα και τον εγωϊσμό του
και πάνω απ' όλα την τραχειά,
αιώνια πείνα μας για την ελευθερία.»
«Τραγουδάω όλους εσάς που αντισταθήκατε
τραγουδάω τους άσπρους, τους μαύρους, τους κίτρινους
τραγουδάω την ελπίδα που δεν έχει χρώμα
τραγουδάω το αίμα που σ' όλα τα γεωγραφικά σημεία είναι κόκκινο.
Με το λαρύγγι μου πεταμένο έξω φαρδύ, σαν προκυμαία
τραγουδάω την παγκόσμια αδερφοσύνη.»
Βασανιστήρια, εξορίες, φυλακίσεις, εκτελέσεις, πόνος, φόβος συνθέτουν το σκηνικό ενός αρρωστημένου κόσμου, διαβρωμένου από το χρήμα, την υποκρισία και τον παραλογισμό. Ένας ηθικά χρεωκοπημένος κόσμος, κατακερματισμένος και ασυνάρτητος, που βουλιάζει στις αντιφάσεις, στην ηδονή της ύλης, στο υπαρξιακό κενό. Μια πάσχουσα ανθρωπότητα. Η ποίηση, όμως, ως τέχνη επαναστατική και ύψιστη πολιτική πράξη και ο Τάσος Λειβαδίτης ως επαναστατικός ποιητής, την ώρα της κατάρρευσης του ονείρου αποκάλυψε το δαιδαλώδες εσωτερικό αδιέξοδο και ανακάλυψε την οδύνη της ανθρώπινης ύπαρξης, που πηγάζει απ' το απώτατο παρελθόν και δυστυχώς σημαδεύει το παρόν και το μέλλον μας. Επανάσταση για κείνον είναι η συγχώρεση, ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια, η τραγικότητα του να γνωρίζει κάποιος τόσο βαθιά την αλήθεια της ήττας και συγχρόνως να την κρύβει από τον ίδιο του τον εαυτό προκειμένου να στηρίξει και να ορθώσει τον Άνθρωπο με άλφα κεφαλαίο. Η μοίρα κοινή για όλους, γι' αυτό προβάλλει το μοιρασμένο ψωμί, τη συντροφικότητα, την αδελφοσύνη και την αγάπη. Περνάει από το εγώ στο εμείς. Και στο εμείς δικαιώνεται η ακέραιη αυθεντική ζωή.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της ποίησης του Λειβαδίτη, που επισημαίνεται και στο βιβλίο αυτό από τους αναλυτές του έργου του, είναι η σχέση του με τους νεκρούς συντρόφους. Διαφαίνεται μια σχέση αλληλοπροστασίας και αλληλοσυμπαράστασης. Οι νεκροί τον εμψυχώνουν και τον ευεργετούν, είναι ο φωτεινός φάρος του αγώνα, ο οποίος συνεχίζεται αδιαλείπτως μέσα σε διαφορετικές συνθήκες κάθε φορά. Η ζωή έχει σημαδευτεί από τον αγώνα. Και η ήττα είναι μέρος του. Οι νεκροί έχουν μια ιεροπρέπεια και μια καθολικότητα ως φορείς ιδεών και κήρυκες του οράματος ενός καλύτερου ευτυχισμένου κόσμου.
«Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων
εμείς καθόμασταν τα βράδια
και ζωγραφίζαμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου.
Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας.»
Με την απλότητα της γραφής του, το φιλοσοφικό βάθος των εννοιών και την υψηλή αισθητική αποτυπώνει ως κήρυγμα ανατρεπτικό τη λύπη, την ήττα, τη μόνωση, τον διωγμό, την αθλιότητα, την αδικία, εξομολογείται την πικρή νύχτα, τα καρφιά του έρωτα, την απώλεια και εκεί πάνω στον Σταυρό του εξαγνίζεται και φωτίζεται ολόκληρος με το φως της αγιοσύνης και τότε θαρρείς πως σώζει την ανθρωπότητα ολάκαιρη. Η δημιουργία μιας τέτοιας μεγάλης ποίησης είναι πορεία προς τον Γολγοθά και συγχρόνως αντίσταση στον Γολγοθά.
«Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ –
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.»
Μέσα στα παραμελημένα, μικρά πράγματα και στη θνητότητα, γεννά την απεραντοσύνη και το ανώτερο νόημα της ζωής, την αρμονία, τη συμπόνια, την ευσπλαχνία, την ομορφιά και τις εκφράζει με μια αμείλικτη ειλικρίνεια, που συνταράζει τον αναγνώστη. Οι στίχοι του είναι γραμμένοι για τον λαό. Θυρωροί, νυχτοφύλακες, ρακοσυλλέκτες, υπηρέτριες, αλκοολικοί, τυφλοί, καταπιεσμένες γυναίκες, γέροι παραδέρνουν μέσα στη μοναξιά, τα πάθη, την απελπισία τους, ηττημένοι από τον ίδιο τους τον εαυτό πρωτίστως.
Ο πολιτικοποιημένος στοχασμός του βαδίζει προς τον λαό με υπέρτατο σκοπό να διασώσει την ανθρωπιά.
«Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ' την άμμο…
Γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.
Γράφω για σας αδέρφια μου στο θάνατο σύντροφοί μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθειά κι απέραντα όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.»
Από την περίοδο της πίστης, στην περίοδο της κρίσης κι έπειτα της ανάκαμψης, δεν παύει να είναι αληθινός, γνήσιος και κυρίως ταπεινός. Η ταπεινότητα έχει βάθος, μηδενίζει το Εγώ και την έπαρση του προσωπείου, κοιτάζει από κάτω προς τα πάνω αναζητώντας την πληρότητα, ενώ, αντιθέτως, η αλαζονεία έχει ελαφρότητα, είναι συνυφασμένη με τη ρηχότητα, την άγνοια και την πνευματική τύφλωση, κοιτάζει απαξιωτικά τους άλλους από πάνω προς τα κάτω.
Ο ταπεινός δεν παραιτείται, αγωνίζεται και τρέφει την ψυχή του με φως, ενώ ο εγωιστής αρέσκεται στο είδωλο που έχει φτιάξει για τον εαυτό του και αδρανεί.
Με την έμφυτη ευαισθησία του και την ποιητική του ιδιοφυία ο Τάσος Λειβαδίτης μεταβαίνει φυσικά και αβίαστα από την αίσθηση του πραγματικού στην υπερβατικότητα, από τον θάνατο στην αθανασία, από την ενδοστρέφεια στην εξωστρέφεια, με μια γλώσσα αποκρυσταλλωμένων νοημάτων και ολοκληρωμένης εμπειρίας ζωής προσδίδοντας στην ποίησή του οντολογική διάσταση.
«Ήμουν τόσο μονάχος,
που τα σκυλιά που με γαύγισαν στο δρόμο,
ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.
Ήμουν τόσο μονάχος που όλα θα τέλειωναν στην αιωνιότητα.»
Αφοπλιστική αμεσότητα, γοητεία, πάθος, απέραντη τρυφερότητα, νοσταλγική προσήλωση στο απωλεσθέν. Τόσο εύθραυστος μέσα σ' έναν κόσμο σκληρό και ευτελή. Όλα βυθισμένα στην πένθιμη βροχή ή στο κατάλευκο χιόνι της ματαιότητας και του χρόνου που έληξε ή έδυσε.
«Και τώρα μια μικρή τρύπα, σχεδόν αόρατη,
απ' όπου μπαίνει αθόρυβα κι ανέκλητα
όλο το ψύχος της πιο μεγάλης ματαιότητας.»
«Κι αν συνεχίζω να ζω
είναι γιατί δεν θέλω να λησμονήσω
κι έκανα όρκο να φέρω ως το τέλος
το πεπρωμένο μου.»
Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί η δύναμη και η γοητεία των λέξεων του Τάσου Λειβαδίτη. Πρόκειται για έναν λόγο, που φέρει μια εσωτερική αλήθεια και συγχρόνως αυτοϋονομεύεται για να προβάλει το άρρητο. Μέσα από παύσεις και σιωπές, φοράει ο λόγος το ρούχο του ανεπαρκούς και αυτοακυρώνεται ηθελημένα, ώστε τελικά να πραγματωθεί. Το αληθινό νόημα των λέξεων βρίσκεται στο ανείπωτο, στο ανεκπλήρωτο και τα πάντα πραγματώνονται, όταν διαψευστούν και δεν θα ειπωθούν ποτέ. Ο λόγος πραγματώνεται, όταν απουσιάζουν τα πράγματα, ο χώρος, ο χρόνος, οι άλλοι, ο εαυτός, όταν αποσυνδεθεί από το βίωμα και την επιθυμία. Πρέπει να είναι κανείς βαθιά τραυματισμένος από το συγκεκριμένο και το ιστορικό για να αρθεί στο παράλογο, το φαντασιακό και να απεγκλωβιστεί από τον προσωπικό λαβύρινθο των λέξεων.
Η λέξη είναι περιπλάνηση και αναμέτρηση με το βίωμα, όχι για να το καταγράψει αλλά για να λυτρωθεί απ' αυτό κατανοώντας το στη σιωπή:
«Κι ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα
για να μάθεις κάποτε ποιος είσαι».
Η μαγεία της λέξης έγκειται στο γεγονός, ότι είναι τόπος συνάντησης με τον εαυτό μας, όπου το τοπίο είναι θολό, σαν παραπλάνηση ή αυταπάτη ή σύγχυση που οδηγεί στον εκτροχιασμό.
Και την ώρα του εκτροχιασμού η λέξη αποκτά το πραγματικό νόημά της και ναυαγεί ή βυθίζεται στη νύχτα για να βρει την προοπτική της και να αυτοεκπληρωθεί:
«Κι όχι, δεν παραλογίζομαι, φίλοι μου,
αλλά είναι η μαγεία που έχουν οι λέξεις
όταν δεν θέλουν να πουν τίποτα,
όπως και το παράδοξο αυτό ταξίδι μας μέσα στον κόσμο
δε θά 'χε καμιά σημασία αν ήταν αληθινό».
Ο λόγος του ποιητή προφητικός:
«Κι όταν πεθάνω και δε θά 'μαι
ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά θα βρίσκουν πάντοτε
μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί και τα εργαλεία του λαού.»