Στις 28 Νοεμβρίου 1925, η ελληνική εκπαιδευτική
κοινότητα συγκλονίστηκε από μία ακόμη σύγκρουση που είχε αφορμή το
γλωσσικό-παιδαγωγικό ζήτημα.
Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις και οι διαμάχες που
ξεκίνησαν στις αρχές του εικοστού αιώνα κορυφώθηκαν με τα «Μαρασλειακά», την
υπόθεση που διαδραματίστηκε με πρωταγωνίστρια καθηγήτρια του Μαράσλειου
Διδασκαλείου και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Δύο φωτισμένοι δάσκαλοι, ο
Αλέξανδρος Δελμούζος και ο Δημήτρης Γληνός έχασαν τη θέση τους επειδή
υποστήριξαν το αυτονόητο! Οι τρεις κεντρικές φυσιογνωμίες του Εκπαιδευτικού
Ομίλου (που ιδρύθηκε το 1910), ο Δ. Γληνός, ο Μ. Τριανταφυλλίδης και ο Αλ.
Δελμούζος, συνεργάστηκαν με τον Βενιζέλο μέσα στη δεκαετία του 1910 για την
εφαρμογή της φιλελεύθερης αστικής μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση.
Οι πρώτες απόπειρες ήταν αποτυχημένες. Το πείραμα του
Αλέξανδρου Δελμούζου στο Σχολείο του Βόλου (1908-1911) κατέληξε στη Δίκη του
Ναυπλίου (1914), όπου οι κατηγορίες για αθεΐα, έλλειψη πατριωτισμού και ανηθικότητα
ενορχήστρωναν την αντίδραση των παραδοσιακών δυνάμεων.
Οι πρώτες συγκρούσεις ξεκίνησαν το 1911όταν το
Σύνταγμα που ψηφίστηκε από την Αναθεωρητική Βουλή περιέλαβε το περίφημο άρθρο
107 για τη γλώσσα: «Επίσημος γλώσσα
του Κράτους είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευμα και της
ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα, πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέμβασις
απαγορεύεται». Η συνταγματική καθιέρωση της καθαρεύουσας ως επίσημης
γλώσσας του κράτους, που εκτιμήθηκε ως πράξη «συμβιβασμού» του Βενιζέλου για
λόγους πολιτικής σκοπιμότητας σημάδεψε τον περασμένο αιώνα. Η αντιπαράθεση αυτή
ξεπερνούσε κατά πολύ τη γλωσσική επιλογή και συνδεόταν με γενικότερες
ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις.
O Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Δημήτρης Γληνός και ο
Μανόλης Τριανταφυλλίδης, σύνδεσαν το όνομά τους με τη γλωσσική και εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση. Οι γενικότερες όμως εξελίξεις στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο
του Μεσοπολέμου λειτούργησαν καταλυτικά στο πεδίο αυτό. Ο Μανόλης
Τριανταφυλλίδης αποχώρησε σιωπηρά το 1921. Τα «Μαρασλειακά», η δυσάρεστη δηλαδή
έκβαση και η τελική ακύρωση των προσπαθειών για την εποικοδομητική λειτουργία
του Μαράσλειου Διδασκαλείου (1923) και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας (1924), με
διευθυντή τον Αλέξανδρο Δελμούζο και το Δημήτρη Γληνό αντίστοιχα, ενέτεινε το
αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τις αποτυχημένες απόπειρες στην
εκπαίδευση.
Όλα ξεκίνησαν όταν η Ρόζα Ιμβριώτη ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Βερολίνο και
στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του 1920, επέστρεψε στην Ελλάδα προς
αναζήτηση εργασίας. Ο Αλέξανδρος Δελμούζος της πρόσφερε τη δυνατότητα να
διδάξει Ιστορία στο Μαράσλειο. Η διδασκαλία της νεαρής τότε ιστορικού προκάλεσε
έντονες αντιδράσεις και αποτέλεσε τη βασική αιτία της έκρηξης μιας ακόμη
μεσοπολεμικής εκπαιδευτικής κρίσης που έγινε γνωστή με το όνομα του σχολείου
στο οποίο δίδασκε η Ιμβριώτη: τα «Μαρασλειακά».
Σύμφωνα με τους ανεγκέφαλους της εποχής, σαν τον
Σπυρίδωνα Καλλιάφα, η Ιμβριώτη δίδασκε την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης
του 1821 με έναν «περίεργο» τρόπο. Αντί να υπογραμμίζει την εποποιία του έθνους
και να αναδεικνύει την αρραγή ενότητα της εθνικής κοινότητας, η Ιμβριώτη
συζητούσε την Επανάσταση του 1821 στο πλαίσιο της ανάπτυξης των εθνικών
ιδεολογιών κατά τον 19ο αιώνα ενώ παράλληλα εστίαζε στην κοινωνική δυναμική της
επαναστατικής διαδικασίας και εντόπιζε τις απαρχές της συγκρότησης της εθνικής
ιδεολογίας στην άνοδο ελληνόφωνων αστικών στρωμάτων στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Και μπορεί αυτά τα ζητήματα σήμερα να έχουν αποφορτιστεί από τη
συγκινησιακή τους ένταση αλλά τότε τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
Τα «Μαρασλειακά» συγκλόνισαν την εκπαιδευτική και
κοινωνική ζωή, εισαγγελείς και αρεοπαγίτες παρενέβησαν στην υπόθεση της διδασκαλίας
της Ιστορίας στο εν λόγω σχολείο, οι φημολογίες περί «αντεθνικής διδασκαλίας»
συνδέθηκαν με τον «κομμουνιστικό δάκτυλο». Επιπλέον, η Ρόζα Ιμβριώτη θεωρήθηκε
ακατάλληλη για την ενίσχυση της «πατρίδος, διά της ορθής διδασκαλίας της
Ιστορίας και του δι’ αυτής φρονηματισμού των νέων». Η ακαταλληλότητά
της δεν αποδόθηκε στην επιστημονική προσέγγιση ή στην πολιτική ιδεολογία της. Η
καθηγήτρια ήταν απλώς γυναίκα. Το σχετικό σημείο της έκθεσης για τα γεγονότα
στο Μαράσλειο είναι χαρακτηριστικό: «Εάν καθηγήτριαι είναι ικαναί να διδάσκουν
Ιστορίαν και δη εις Διδασκαλεία, δεν έχομεν ανάγκην άλλων μακρών αποδείξεων.
Μας αρκεί το γεγονός ότι εν Ιταλία απηγορεύθη κατά το τέλος του 1926 να
διδάσκουν γυναίκες εις πάντα τα δημόσια σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως Φιλοσοφίαν,
Ιστορίαν και Λογοτεχνίαν… Μόνον το ανδρικόν πνεύμα είναι ικανόν να δονήση και
να συγκινήση την ψυχήν των μαθητών και να κάμη αυτούς να αισθανθούν και να
κατανοήσουν τους μεγάλους του κόσμου σοφούς, τα σπουδαία σύγχρονα θρησκευτικά,
πολιτικά, κοινωνικά γεγονότα ή ρεύματα, ώστε ν’ αποβώσιν οι αγαθοί κυβερνήται
της αύριον, οι οποίοι θα δημιουργήσουν τα εθνικά μεγαλουργήματα. Ο κ. Δελμούζος
αντιθέτως εκάλεσε γυναίκα διά να διδάξη την Ιστορίαν εις το Μαράσλειον».
Να πώς περιγράφει ο Κ. Βάρναλης την εποχή: «Το σύνθημα της επίθεσης ενάντια
στην Ακαδημία και στο Μαράσλειο το έδωσε η «Εστία». Την επίθεσή της η «Εστία» την
άρχισε μ’ ένα κύριο άρθρο. Κοινωνικό σκάνδαλο! Μέσα σε δυο ανώτατα εκπαιδευτικά
ιδρύματα (Παιδαγωγική Ακαδημία και Μαράσλειο) γίνεται αντεθνική εργασία! Εκεί
«υπονομεύονται» τα τιμιότατα της φυλής! Εκεί ονομάζονται σάπια τα ιδανικά της
πατρίδας, κουρελόπανο η σημαία μας! Εκεί βρίζεται η… Παναγία! Όλες οι άλλες
εφημερίδες τρέξανε να κρατήσουνε το «ίσο» στην «Εστία».
Ήτανε μια πρώτης γραμμής ευκαιρία για δημοκοπία και
μεγάλωμα της κυκλοφορίας… Όμως το κράτος «συγκινήθηκε!». Και διάταξε
διοικητικές και δικαστικές ανακρίσεις. Και τότες όσοι εξεταστήκανε για μάρτυρες
σταθήκανε στο ύψος του νεοελληνικού πολιτισμού και των «υγιών αρχών του». Όλοι
τούτοι φυσικά οι μάρτυρες ή είχανε προσωπικά με το Γληνό και το Δελμούζο ή
ήτανε βαλτοί ή ήτανε θύματα της υποβολής των εφημερίδων. Μα η Δικαιοσύνη;
Κοτζάμ αρεοπαγίτες και υφυπουργοί δεχότανε ν’ ακούνε και να καταγράφουνε μαρτυρίες
σαν αυτήν, που κατάθεσε ένας… μπάρμπας! Αυτός ο μπάρμπας περπατούσε, λέει, στο
δρόμο μαζί με την ανεψιά του, μαθήτρια του Μαρασλείου. Ξαφνικά, λέει, το
κορίτσι στάθηκε, σήκωσε τα φουστάνια του, κάθισε σε μια γωνιά του πεζοδρομίου
κι έκανε με τη φυσικότερη αφέλεια τα… τσίσια του. Ο μπάρμπας, λέει το παραμύθι,
έγινε έξω φρενών! Και ρωτάει κατακόκκινος από θυμό την ανεψούλα του: – Μαρία
(ας πούμε!), δε μου λες, πού έμαθες να φέρνεσαι έτσι ξετσίπωτα; – Στο
Μαράσλειο! Έτσι μας διδάξανε οι καθηγητές μας. Να είμαστε «υπεράνω των προκαταλήψεων»
κ.λπ. Με τέτοια παραμύθια συνεννοούνταν μια χαρά ο Τύπος, το Κράτος, η θεά
Θέμις κι η χειρότερη μερίδα του λαού… Καλά τα πρόσωπα! Κι άλλα να ήτανε, δε
χάθηκε ο κόσμος! Μα το όνειρο της Μεταρρύθμισης; Ο σκοπός του «εκδημοκρατισμού» της
παιδείας και της διοίκησης και της δικαιοσύνης και της Βουλής; Μα
ίσα-ίσα αυτό ήτανε το μεγαλύτερο όφελος του νεοελληνικού πολιτισμού και η
μεγαλύτερη απόδειξη της… ζωτικότητας της φυλής! Γλύτωσε το έθνος από το να έχει
γλώσσα! Έχει κείνην, που δεν την καταλαβαίνει. Και τώρα δεν πρέπει να έχει ούτε
κι αυτήν. Ο φασισμός θα την κόψει για να μη… μιλεί και φλυαρεί ο καθένας ό,τι
του κατεβαίνει!»