Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Ο γιατρός των αστέγων


Γιατρός βγαίνει στους δρόμους κάθε βράδυ εδώ και 22 χρόνια 
για να παρέχει ιατρική περίθαλψη στους άστεγους



Γιατρός αναλαμβάνει δράση όταν όλοι κοιμούνται. Ο γιατρός Τζιμ Γουίδερς βγαίνει κάθε βράδυ γιατί είναι αυτός που επινόησε την έννοια «ιατρική στους δρόμους». Εδώ και 27 χρόνια δηλαδή, βγαίνει στους δρόμους του Πίτσμπουργκ προσφέροντας ιατρική φροντίδα στους άστεγους. Και μάλιστα δωρεάν.

Οι περισσότεροι γιατροί περιμένουν τους ασθενείς τους στο ιατρείο τους. Ο συγκεκριμένος όμως γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτοί που τον έχουν πραγματικά ανάγκη, είναι απίθανο να απευθυνθούν σε αυτόν. Έτσι πηγαίνει εκείνος σε αυτούς. Πρόκειται για έναν πραγματικό ανθρωπιστή.

Ο γιατρός πιστεύει πως ο καλύτερος τρόπος για να βοηθήσεις έναν άστεγο είναι να τον φροντίσεις εκεί που ζει. Για αυτό κάθε βράδυ ετοιμάζει το σακίδιο του και επισκέπτεται τους άστεγους. Πολλές φορές μαζί με φοιτητές ιατρικής ή και εθελοντές.

Ντυμένος και ο ίδιος ως άστεγος, εισβάλλει σε εγκαταλελειμμένα κτίρια και δρόμους. Στη γενέτειρα πόλης του και φροντίζει όσους έχουν ανάγκη χωρίς καμία χρέωση.



Ο γιατρός των αστέγων  

Ο Γουίδερς εξηγεί πως ξεκίνησε την ιατρική αυτή προσέγγιση. «Το πρώτο πράγμα που με ταρακούνησε ήταν ο αριθμός των ατόμων που έβρισκαν καταφύγιο κάτω από γέφυρες ή σε κάποιο κάμπινγκ.  

«Η δυσαρέσκεια που υπήρχε προς την ιατρική κοινότητα και γενικότερα προς την κοινωνία με προβλημάτισε πολύ. Όταν άρχισα να εξετάζω μερικούς από αυτούς τους ανθρώπους, διαπίστωσα ότι υπήρχαν πολλοί άνθρωποι με άσχημα τραύματα. Έλκη που δεν είχαν θεραπευτεί, καρκίνο και ένα σωρό άλλες παθήσεις που δεν είχαν αντιμετωπιστεί.»





Η προσπάθεια του Γουίδερς να βοηθήσει τους άστεγους ξεκίνησε το 1992. Όταν ήταν ακόμη ειδικευόμενος γιατρός. Δυστυχώς τότε δεν είχε την εμπειρία για να βρει τρόπους να προσεγγίσει τους ανθρώπους που τον είχαν ανάγκη. 

Όλα όμως βρήκαν τον δρόμο τους όταν συνάντησε και τελικά συνεργάστηκε με έναν πρώην άστεγο άνδρα, τον Μάικ Σάλοους. Ο άντρας αυτός τον σύστησε στην κοινότητα των αστέγων και τον βοήθησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Η καλύτερη συμβουλή που του έδωσε: Να μην ντύνεται σαν γιατρός και να μην συμπεριφέρεται σαν ηλίθιος.

Ο Γουίδερς λέει: Ξεκίνησα κυριολεκτικά να ντύνομαι σαν άστεγος και να περιφέρομαι κρυφά τις νύχτες στους δρόμους με έναν άνδρα που κάποτε ήταν άστεγος. Γιατί το έκανα αυτό; Αυτό έχει να κάνει με την ανησυχία μου για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τους άλλους ανθρώπους. 

Αρχικά ο Γουίδερς δέχτηκε την κριτική των συναδέλφων του οι οποίοι θεώρησαν πως αυτή η περίεργη ιατρική προσέγγιση, θα του στοίχιζε την αξιοπιστία του στην ιατρική κοινότητα. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να ακολουθεί το πάθος του, γεγονός που τελικά είχε τεράστιο αντίκτυπο.



Γουίδερς ο γιατρός – ήρωας της πόλης 

Σήμερα ο Γουίδερς, πατέρας τεσσάρων παιδιών, δεν χρειάζεται πια να μεταμφιέζεται ως άστεγος. Έχει αναγνωριστεί ως ήρωας. Είναι πάντα ευπρόσδεκτος και έχει κερδίσει τον σεβασμό της κοινότητας των αστέγων. Έχει αντιμετωπίσει 26.000 περιστατικά αστέγων τα τελευταία 22 χρόνια. Έχει πλέον και μόνιμους ασθενείς που πάντα ενθουσιάζονται όταν τον βλέπουν. 

Από το 1992, όταν πρωτοξεκίνησε δηλαδή τις νυχτερινές του εξορμήσεις, ο Γουίδερς μετέτρεψε την νυχτερινή του ενασχόληση σε έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό το «Operation Safety Net». Ένα από τα πρώτα προγράμματα ιατρικής περίθαλψης των δρόμων. Το «Operation Safety Net» είναι επίσης μέλος του συστήματος υγείας του Πίτσμπουργκ. Έχει 16 μόνιμους υπάλληλους, κοινωνικούς λειτουργούς νοσηλευτές και γιατρούς. Ο οργανισμός αυτός είναι στην υπηρεσία των άστεγων 5 νύχτες την εβδομάδα. 

Ο οργανισμός αυτός δεν έχει βοηθήσει μόνο τους άστεγους σε θέματα υγείας. Βοήθησε επίσης το 75% από αυτούς να αποκτήσουν ασφάλεια υγείας. Και 500 από αυτούς να βρουν στέγη. Ο Γουίδερς απέδειξε πως ένας άνθρωπος μπορεί να έχει τεράστιο αντίκτυπο σε μια κοινωνία. 

Ο γιατρός Γουίδερς λέει ταπεινά:  

«Είναι μια συνεχής περιπέτεια το να πρέπει όλη την ώρα να βρίσκεις τρόπους για να κάνεις κάτι τέτοιο να λειτουργεί. Η δύναμη της ιατρικής περίθαλψης απλώνεται πολύ πιο πέρα από την ιατρική. Αλλάζει όλους τους ανθρώπους που είναι αναμεμιγμένοι. Οι άστεγοι γίνονται πιο δυνατοί και βρίσκουν το σθένος να φύγουν από τους δρόμους. Πιστεύω πως η θεραπεία είναι ο πυρήνας του σχηματισμού μιας κοινωνίας που θεωρεί πως ο καθένας από εμάς είναι άνθρωπος με άξια». «Για αυτό πρέπει να είμαστε όλοι μαζί σε αυτό.»



Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Μια αληθινή ιστορία: Το αγοράκι με τα λαχεία και τα μπαλόνια


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αφιερωμένο σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου.

Του Βαγγέλη Ιωακειμίδη

«Το αγοράκι με τα λαχεία και τα μπαλόνια»

Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει• το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου 1967 πλησίαζε. Αλλά παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό αγοράκι, πεινασμένο και θλιμμένο, γύριζε στους δρόμους πουλώντας λαχεία και μπαλόνια.

Μία κρύα Παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι της χιονισμένης πόλης - χαρούμενοι και ζεστά ντυμένοι, με τα όμορφα παλτουδάκια τους, φορτωμένοι με ψώνια και δώρα - περπατούσαν βιαστικοί προς τα σπίτια τους, αγνοώντας ένα μικρό πλανόδιο αγοράκι που φώναζε πάρτε κύριοι πρωτοχρονιάτικα λαχεία. Σήμερα με την αλλαγή του χρόνου κληρώνει.

Έτσι λοιπόν το αγοράκι περπατούσε πεινασμένο και θλιμμένο μέσα στο κρύο. Κρατούσε ένα κοντάρι στο χέρι του με λαχεία και στο άλλο μπαλόνια, και στην τσέπη του είχε τις πενιχρές εισπράξεις απ’ τα λίγα λαχεία που είχε πουλήσει στους δρόμους. Δεν είχαν αγοράσει εκείνη την ημέρα μπαλόνια παρά μόνο μερικά λαχεία. Μόνο μερικά λαχεία είχε πουλήσει σε κάποιους περαστικούς κι αυτοί τα αγόρασαν επειδή το είδαν παιδί και σκέφτηκαν πως μπορεί να ήταν τυχερό. Είσαι τυχερός ρε τον ρώτησαν? Το παιδάκι χαμογέλασε πικρά! Τι ειρωνεία! Σήκωσε το βλέμμα του και τους κοίταξε μ’ εκείνα τα θλιμμένα μάτια και τους απάντησε ΝΑΙ ΝΑΙ. Διάλεξέ μας τότε από ένα πρωτοχρονιάτικο λαχείο για να δούμε πόσο τυχερός είσαι!. Άντε κάνε γρήγορα μικρέ γιατί παγώσαμε. Μάλιστα κύριε, ορίστε τα λαχεία σας, καλά κέρδη και καλή πρωτοχρονιά. Στη συνέχεια δεν μίλησε καθόλου. Μερικά δάκρυα έτρεξαν στα παγωμένα του μάγουλα. Έτρεμε από το κρύο και την πείνα καθώς σερνόταν εδώ και εκεί - προσωποποίηση της δυστυχίας - το κακόμοιρο αγοράκι.

Με τρεμάμενη φωνή, ψιθύριζε αχνά πως πουλούσε λαχεία και μπαλόνια για να ζήσει.

Ενώ περνούσε έξω από ένα κατάστημα και έτσι όπως κοιτούσε ένα ζευγάρι γάντια στη βιτρίνα του καταστήματος, τον φώναξε μια καλοντυμένη κυρία να περάσει μέσα στο κατάστημα για να αγοράσει λαχεία. Τα χέρια του ήταν τόσο παγωμένα που μόλις μπήκε μέσα του έπεσε το κοντάρι με τα λαχεία. Το σήκωσε και το ακούμπησε δίπλα από μια σόμπα. Η κυρία του πρότεινε να της διαλέξει τέσσερα πρωτοχρονιάτικα λαχεία λέγοντάς του «άντε να δω πόσο τυχερός είσαι». Το αγοράκι καθώς προσπαθούσε με τα παγωμένα χέρια του, που δεν μπορούσε να τα ελέγξει, να κόψει τέσσερα λαχεία από διαφορετικές οκτάδες και δεκαεξάδες έσκισε κατά λάθος ένα λαχείο. Εκείνη τη στιγμή ξεφώνησε «ωχ και τώρα τι θα κάνω?» Η κυρία πήρε τελικά πέντε λαχεία μαζί μ’ αυτό που έσκισε λιγάκι ο μικρός Βαγγελάκης. Μετά τον ρώτησε από πού είναι και αν πηγαίνει σχολείο. Πριν φύγει το μικρό αγοράκι ρώτησε πόσο κοστίζει ένα ζευγάρι γάντια. Θα σας δώσω λαχεία αντί για χρήματα της είπε. Η κυρία συγκινήθηκε! Έβγαλε από ένα συρτάρι ένα ζευγάρι γάντια και του τα έδωσε να τα δοκιμάσει. Ήταν ακριβώς το νούμερό του. Τα γάντια κόστιζαν 80 δραχμές. Ο μικρός έβγαλε από το κοντάρι μια δωδεκάδα λαχεία και έκοψε τα τέσσερα. Έκανε έναν υπολογισμό: 20 δραχμές το κάθε λαχείο επί τέσσερα λαχεία 80 δραχμές. Θα σας δώσω ακόμα τέσσερα λαχεία. Μα μικρέ μου αν μου δώσεις εμένα τέσσερα λαχεία πόσα πρέπει να πουλήσεις και σε πόσο χρονικό διάστημα θα καταφέρεις να τα ξεπληρώσεις στο πρακτορείο? Ο μικρός άρχισε να κάνει υπολογισμούς για το πόσα λαχεία θα έπρεπε να πουλήσει και για το αν θα κατάφερνε να επιστρέψει στο πρακτορείο το κόστος των ογδόντα δραχμών των τεσσάρων λαχείων που θα έδινε για τα γάντια. Η κυρία δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά της. Το μικρό αγοράκι ήταν σκεπτικό, έβγαλε τα γάντια από τα χέρια του και τα επέστρεψε. Η κυρία τα άφησε πάνω σ’ ένα πάγκο του μαγαζιού.

Μόλις άνοιξε την πόρτα για να φύγει λέγοντας ευχαριστώ, χρόνια σας πολλά και καλή χρονιά άκουσε την κυρία να του λέει να μείνει για λίγο. Εσύ μείνε για πέντε λεπτά εδώ δίπλα στη σόμπα. Εγώ θα πάω στο διπλανό μαγαζί με τα πουκάμισα και θα έρθω αμέσως. Όταν γύρισε ήταν μαζί με κάποιον κύριο. Το αγοράκι σκέφτηκε ότι θα του αγόραζε κι αυτός λαχεία όπως και έγινε.

Πως σε λένε αγόρι μου? Ρώτησε ο κύριος. Βαγγέλη με λένε! Πας σχολείο? Ναι στην έκτη δημοτικού. Ο Μπαμπάς σου με τι ασχολείται? Το αγοράκι σιώπησε. Έσκυψε το κεφάλι του κάτω και δεν μιλούσε. Γιατί δεν μιλάς Βαγγελάκη του λέει ο κύριος και τον χαϊδεύει στο κεφάλι. Όταν ο μικρός σήκωσε τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Πήρε το κοντάρι με τα λαχεία για να συνεχίσει τον αγώνα του και τους χαιρέτησε για άλλη μια φορά. Ο κύριος τον σταμάτησε και τον ξαναχαϊδεψε στοργικά.

Δεν μου είπες αγόρι μου για τον μπαμπά σου και τη μαμά σου που σε ρώτησα.

Ο μπαμπάς μου κύριε είναι στη φυλακή σ’ ένα νησί πολύ μακριά και η μαμά μου τώρα είναι στο σπίτι αλλά την ημέρα δουλεύει σε μια βιοτεχνία και γαζώνει πουκάμισα σαν αυτά που έχετε στη βιτρίνα σας. Έχω κι έναν αδελφό πέντε χρονών. Η γιαγιά και ο παππούς είναι στο χωριό. Εκεί δεν αγοράζουν λαχεία ούτε μπαλόνια.

Ο κύριος κοκκίνισε πήρε μια καρέκλα τη χτύπησε δυνατά στο δάπεδο κάθισε έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του και ήταν σαν να του κόπηκε η λαλιά. Το αγοράκι κοιτούσε περίεργα και με μεγάλη απορία. Γεια σας φεύγω ξαναλέει. Τότε ο κύριος σηκώθηκε από την καρέκλα και του λέει ΟΧΙ ΟΧΙ αγόρι μου γύρνα πίσω θέλω να πάρω κι άλλα λαχεία. Αμέσως πήρε πάνω από τον πάγκο τα γάντια που είχε αφήσει η κυρία που ήταν η γυναίκα του και τα χάρισε στο αγοράκι. Του χάρισε επίσης ένα κασκόλ και του αγόρασε ακόμα πέντε λαχεία. Το αγοράκι χαμογέλασε και έτσι όπως αλληλοκοιτιόντουσαν ο κύριος του είπε όλα αυτά θα μου τα πληρώσεις δεν θέλω όμως δραχμές αλλά μια αγκαλιά και ένα φιλί. Έτσι εκείνη ήταν η τυχερή μέρα του μικρού αγοριού σε αντίθεση με το κοριτσάκι με τα σπίρτα του θλιβερού και συνάμα όμορφου παραμυθιού.

Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα κοντά κουρεμένα μαλλιά του, αλλά ο μικρός δεν σκεφτότανε ούτε την ομορφιά του ούτε το κρύο. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα με τα Χριστουγεννιάτικα δεντράκια κι η μυρωδιά της ψητής γαλοπούλας, της χοιρινής μπριζόλας και των Χριστουγεννιάτικων γλυκισμάτων έβγαινε από μερικά σπίτια: ήτανε παραμονή Πρωτοχρονιάς, κι αυτό μόνο σκεφτότανε το φτωχό κακόμοιρο μικρό δυστυχισμένο αγοράκι.

Μέσα στο κρύο το μικρό αγοράκι ζάρωνε τα ποδαράκια του όσο γινόταν πιο σφιχτά για να ζεσταίνεται. Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι, γιατί έπρεπε να πουλήσει τα λαχεία. Ούτε ένα μπαλόνι δεν είχε δώσει, άλλωστε και στο σπίτι που μένανε λόγω έλλειψης θέρμανσης έπεφτε να κοιμηθεί με τη φόρμα που του είχε φέρει η μητέρα του από μια βιοτεχνία που είχε δουλέψει.

Τα χεράκια του μικρού αγοριού ήτανε ξυλιασμένα. Εκατοντάδες κεράκια φώτιζαν τα πράσινα κλαδιά των Χριστουγεννιάτικων δέντρων, όπου ήτανε κρεμασμένα μικροσκοπικά παιγνίδια, απ' αυτά που βλέπουμε στις βιτρίνες των μεγάλων καταστημάτων. Το μικρό αγόρι τα έβλεπε και τα επιθυμούσε. Έκλεινε μερικές φορές τα μάτια του για να τα αποκτήσει με τη φαντασία του. Τι όμορφα που ήταν τα τραινάκια, τα αεροπλανάκια, τα αυτοκινητάκια κ.λ.π.

Έστρεφε το βλέμμα του στον ουρανό να δει αν υπάρχουν αστέρια! Όταν έχει ξαστεριά κάνει περισσότερο κρύο το χειμώνα του έλεγε ο παππούς. Έτσι αφού χιόνιζε και δεν έβλεπε στον ουρανό αστέρια έλεγε μέσα του αυτό που του έμαθε ο παππούς του «ότι το κρύο ξεθυμαίνει όταν χιονίζει».

Ενώ βάδιζε στην πλατεία της πόλης γλίστρησε και έπεσε. Χτύπησε δυνατά στο γόνατο αλλά από το κρύο δεν είχε καταλάβει ότι είχε ματώσει. Το μικρό εντεκάχρονο αγοράκι από τον έντονο πόνο είχε παραισθήσεις γι’ αυτό και είδε να στέκεται μπροστά του η αγαπημένη του γιαγιά, ευγενική και τρυφερή όπως πάντα, αλλά και γελαστή και χαρούμενη όσο δεν την είχε ξαναδεί ποτέ του. Αγόρι μου σου έφτιαξα πατάτες τηγανητές που σου αρέσουν. «Γιαγιάκα μου!» φώναξε ο μικρός. Πότε ήρθες απ’ το χωριό? Που ήξερες ότι είμαι εδώ και ήρθες να με βρεις? Το μικρό αγοράκι φαντάζονταν έναν καλύτερο κόσμο με ζεστασιά, έναν κόσμο όπου να μην υπάρχει ούτε κρύο ούτε πείνα, ούτε δυστυχία, ούτε βάσανα.

Το άλλο πρωί, το αγοράκι βρέθηκε κουρνιασμένο δίπλα στο μαγκάλι του φτωχικού σπιτιού και όταν άνοιξε τα μάτια του νόμιζε ότι όλα αυτά τα όσα του είχαν συμβεί εκείνο το βραδάκι την παραμονή της πρωτοχρονιάς ότι ήταν ένα όμορφο όνειρο. Ήταν όμως αλήθεια. Μόλις είδε τα γάντια και το κασκόλ δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Ρώτησε τη μαμά του αν άκουσε από το ραδιόφωνο της γειτόνισσας κυρίας Ελένης τον αριθμό του πρωτοχρονιάτικου λαχείου. Δεν είχε κρατήσει ούτε ένα λαχείο για να δοκιμάσει την τύχη του. Ποια τύχη αλήθεια? Είναι θέμα τύχης ή είναι θέμα της κοινωνίας των ανθρώπων?

Οι ηλιαχτίδες της Πρωτοχρονιάς έλαμψαν πάνω από τη φτώχεια και τη δυστυχία του μικρού αγοριού που δεν είχε το δικαίωμα ούτε στα όνειρα για το μέλλον.

Εκείνες τις χριστουγεννιάτικες μέρες ρωτούσαν τους συνομήλικους συμμαθητές και φίλους του γνωστοί, συγγενείς και διάφοροι άλλοι, το τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν κι εκείνα απαντούσαν, άλλος γιατρός, άλλος μηχανικός, άλλος δικηγόρος, άλλος καπετάνιος, άλλος πιλότος αλλά στο μικρό αγόρι δεν υπήρχαν περιθώρια έπρεπε να γίνει αγρότης ή εργάτης να δουλέψει για να συντηρηθεί η μαμά και ο μικρός αδελφός. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τον υπέροχο κόσμο που είχε πλάσει το μικρό αγόρι, ούτε ότι εκείνη την ημέρα χάραζαν οι ηλιαχτίδες της νέας χρονιάς έναν καλύτερο χαρακτήρα με ευαισθησίες, αγάπη, αισθήματα και συναισθήματα.

Μετά από τρεις μήνες πριν την 25η του Μάρτη το μικρό αγοράκι ένα Σάββατο γύρω στις 11:00 το πρωΐ περνούσε μπροστά από το φωτογραφείο του Βαλσάμη. Πάρτε κύριοι λαχεία. Το αγοράκι δεν ήξερε ότι ο φωτογράφος γνώριζε τον πατέρα του. Βαγγελάκη έλα εδώ αγόρι μου άκουσε να τον φωνάζει κάποιος. Παραξενεύτηκε ο μικρός και έσπευσε στο απέναντι πεζοδρόμιο όπου έστεκε ο φωτογράφος μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του.

Γεια σας κύριε αύριο κληρώνει το λαϊκό.

Θα σου πάρω μια εξάδα και αν δεν κερδίσω θα σ’ αγαπάω περισσότερο του λέει ο φωτογράφος και ξεσπάει σε λυγμούς. Γονάτισε αγκάλιασε το εντεκάχρονο αγοράκι και του είπε στο αυτί «ένα μεγάλο ευχαριστώ για τους αγώνες του μπαμπά σου» έτσι να του πεις όταν τον ξαναδείς. Αυτό που σου λέω να μην το πεις σε κανέναν εκτός από τη μαμάς σου, του παππού και της γιαγιάς σου. Σύμφωνοι? Σύμφωνοι! Και κάτι ακόμα όταν περνάς από εδώ θα πηγαίνεις απέναντι εκεί στο τυροπιτάδικο, θα παίρνεις τυρόπιτα ή ότι άλλο θέλεις μόνο να έρχεσαι να μου το λες για να τα πληρώνω. Σύμφωνοι? Διαφορετικά δεν θα σου αγοράζω λαχεία και χαμογελάει. Σύμφωνοι του απαντάει ο μικρός.

Την ημέρα της 25ης του Μάρτη ο μικρούλης βγήκε για το μεροκάματο στην πλατεία της πόλης. Εκεί τον περίμενε μια υπέροχη έκπληξη. Οι φωτογράφοι της πλατείας τον αγαπούσαν και απαντούσαν ενίοτε στις ερωτήσεις του για το πώς εμφάνιζαν τις φωτογραφίες. Ο μικρός είχε την επιθυμία να γίνει φωτογράφος και τους το έλεγε, όμως η μοίρα οι αγώνες του και η θέλησή του χάραξαν τελείως διαφορετική πορεία. Εξάλλου ήταν πιο εύκολο να γίνει φωτογράφος από το να γίνει δικηγόρος ή γιατρός ή μηχανικός που απαιτούσαν έξοδα που η οικογένεια του δεν διέθετε και φυσικά καλύτερα από το να είναι ένας απλός εργάτης ή φτωχός αγρότης μέσα στο χώμα, τη λάσπη και το λιοπύρι του καλοκαιριού.

Μόλις το μικρό αγόρι εμφανίστηκε στην πλατεία με τα λαχεία στο ένα χέρι και στο άλλο τα μπαλόνια τον φώναξαν δυο φωτογράφοι να πάει προς το μέρος τους. Σε λίγο ήρθαν και οι υπόλοιποι. Έξι συνολικά οι φωτογράφοι σε διάφορες γωνιές της πλατείας. Χρόνια σου Πολλά Βαγγελάκη και του χαρίζουν ένα πορτοκαλί όμορφο κουτάκι. Το αγοράκι νόμιζε ότι είχε μέσα γλυκά ή σοκολατάκια και δεν το άνοιξε.

Ένας από τους φωτογράφους του λέει να το ανοίξει. Το μικρό αγόρι μόλις έβγαλε το περιτυλιγμένο χαρτί είδε ότι στο καπάκι από το ντενεκεδένιο κουτάκι έγραφε Agfamatic. Το άνοιξε και μέσα ήταν μια φωτογραφική μηχανή. Πάλι δεν μπορούσε να πιστέψει σ’ αυτό που έβλεπε. Έτρεξε γύρω στα τρία χιλιόμετρα πίσω στο σπίτι που ήταν στην έξοδο της πόλης για να το αναγγείλει στην μητέρα του.

Μόλις έφτασε λαχανιασμένος βρήκε τη μητέρα του με την ποδιά να φτιάχνει ψωμί. Το μικρό αγόρι έβγαλε μια κραυγή χαράς και ευτυχίας. «Μαμά θα γίνω φωτογράφος και θ’ ανοίξω ένα μικρό φωτογραφείο κι εσύ δεν θα δουλεύεις πλέον σε βιοτεχνίες θα κάθεσαι στο μαγαζί όταν εγώ θα βγαίνω για να φωτογραφίσω σε γάμους και βαφτίσια». Από τις φωνές ήρθαν μπροστά σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι κάποιες γειτόνισσες που δεν μπορούσαν να κρύψουν τα δάκρυά τους.

Το μικρό εκείνο αγοράκι είναι σήμερα 63 χρονών. Πιο τυχερό από το κοριτσάκι με τα σπίρτα που οι φλόγες των σπίρτων δεν κατάφεραν να το ζεστάνουν.

Πάντα εδώ και χρόνια αυτές τις μέρες ψάχνω να βρω το εντεκάχρονο αγοράκι με τα λαχεία και τα μπαλόνια. Πάντα το βρίσκω! Είναι ριζωμένο μέσα στο βαθύ παρελθόν και ιδιαίτερα στον ψυχικό μου κόσμο. Πάντα θα θυμάμαι εκείνο το πικρό του χαμόγελο!!

Δρ. Ευάγγελος Κ. Ιωακειμίδης
Διδάκτωρ Μηχανικός Ε.Μ.Π.