Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Μασαβέτας Κυριάκος: Οι παραλλαγές του ωραίου κατά τη Φιλοσοφική Αισθητική



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι αναβαθμοί του ωραίου (θετικοί, όπως: υπέροχο, εξαιρετικό, όμορφο, ειδυλλιακό, γοητευτικό, χαριτωμένο, κ.λπ. και αρνητικοί, όπως: παράμορφο, άσχημο, γελοιογραφικό, ειρωνικό, απαίσιο, χαμερπές κ.λπ.), αποτελούν το αντικείμενο των διαφόρων συστημάτων αισθητικών κατηγοριών στη Φιλοσοφική Αισθητική.

Για παράδειγμα, ένα σύστημα αισθητικών κατηγοριών – κατά τον Heller – για τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό, αποδίδεται συνοπτικά από το παραπάνω διάγραμμα. 

Επ' αυτών, κάνε ΚΛΙΚ στο Link που ακολουθεί: 

https://peri-paideias.blogspot.com/2020/09/blog-post.html

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Το ΟΧΙ και ο Μεταξάς, από τον μύθο στην ιστορική αλήθεια


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

https://www.stonisi.gr/post/4804/to-oxi-kai-o-metaksas-apo-ton-mytho-sthn-istorikh-alhtheia?fbclid=IwAR26qErjOr5OXgb2L5t_lGkoL-pKVR6OFX7T8C7rShxaMiPG8mukVTmzrM8#.X5hELVbl_Qw.facebook

Γράφει ο ΘΡΑΣΟΣ ΑΒΡΑΑΜ*

Από το NEWSROOM Δημοσίευση 28/10/2020

Πολλές προσπάθειες γίνονται τα τελευταία χρόνια για να αναθεωρηθεί η Ιστορία. Προσπάθειες όχι τυχαίες αλλά στοχευμένες και μεθοδευμένες καθώς θέλουν να ξαναγράψουν την Ιστορία κατά πως τους βολεύει στην σημερινή πολιτική πραγματικότητα. Προκειμένου να ξεπλυθεί η ακροδεξιά πρέπει να σβήσει η Ιστορική μνήμη και να θολώσει η κρίση για τα εγκλήματα του φασισμού.

 

Η επέτειος του ΟΧΙ μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940 στον δικτάτορα που έφερε τίτλο Πρωθυπουργού, Ιωάννη Μεταξά. Συνέπεια της άρνησης αυτής ήταν η είσοδος της χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.

 

Είναι αλήθεια, όμως, αυτό που έχουμε διδαχθεί ή ακούσει ότι ο Μεταξάς είπε «Όχι» το 1940; Το δικό του «Όχι» γιορτάζουμε σήμερα; Ή μήπως ήταν αλλιώς τα πράγματα; Ας δούμε ποια είναι η ιστορική αλήθεια για την περίοδο.

Ο Μεταξάς δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την ιστορική συγκυρία που τον εμπόδιζε να εγκαταστήσει κλασικό φασιστικό καθεστώς στη χώρα. Διέλυσε τις προηγούμενες ελληνικές φασιστικές οργανώσεις (μεταξύ τους την «Τρία Έψιλον» και τα αιματοβαμμένα τάγματα εφόδου της, τους «Χαλυβδόκρανους») μόνο και μόνο για να δημιουργήσει από την αρχή ένα μαζικό φασιστικό κίνημα που θα του επέτρεπε να έχει το πάνω χέρι στη «συγκυβέρνηση» με τον Γεώργιο Β’.Πρόκειται για την ΕΟΝ – την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας – η οποία ιδρύθηκε, στελεχώθηκε και οργανώθηκε στη βάση των πιο σκληρών φασιστικών νεολαιίστικων οργανώσεων. Οι στολές, η εκπαίδευση της ΕΟΝ ήταν παραστρατιωτικές και το πρόσχημα για την κατεπείγουσα δημιουργία της ήταν η ανάγκη προάσπισης του ελληνικού πολιτισμού απέναντι στην "κομμουνιστική επιθετικότητα".

 


Διακήρυξε τη δημιουργία του «Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού» - κατ’ απομίμηση του χιτλερικού Γ’ Ράιχ-. Κήρυττε την Fuhrerprinzip, την αρχή του αλάθητου και της παντοδυναμίας του αρχηγού. Όπως όμως και τα άλλα φασιστικά καθεστώτα των Βαλκανίων αλλά και ο Φράνκο, δεν χρησιμοποιούσε τους όρους “φασιστικός” και “εθνικοσοσιαλιστικός” αφενός λόγω της εμφανούς απέχθειας της κοινωνίας προς τα αντίστοιχα καθεστώτα του Μουσολίνι και του Χίτλερ, αλλά και για να μη δημιουργεί προστριβές με την “προστάτιδα” Αγγλία.

 

Στις 20 Σεπτέμβρη του 1936, η δικτατορία, που μετράει μόλις ενάμιση μήνα ζωής, προσκαλεί (δια του ανοικτά φιλοναζιστή έλληνα υπουργού Κοτζιά) τον Τζ. Γκαίμπελς, τον διαβόητο υπουργό Προπαγάνδας των Ναζί, που είναι «η πιο ισχυρή προσωπικότητα του Γ’ Ράιχ μετά τον Φύρερ» όπως αναγράφει την ίδια μέρα στο άρθρο της μία από τις πλήρως ελεγχόμενες από το καθεστώς ελληνικές εφημερίδες. Είναι η αρχή μίας διαρκούς διπλωματικής προσέγγισης του Μεταξά προς τη Γερμανία. Άλλωστε το καθεστώς βρίθει από ανοικτά δηλωμένους λάτρεις του ναζισμού. Όχι μόνο οι υπουργοί (Κοτζιάς, Μανιαδάκης κ.α.), αλλά και αστυνομικές διευθύνσεις και άλλες υπηρεσίες κοσμούν τα γραφεία τους με κάδρα του Χίτλερ.

 

Ο στρατός, αφού έχει εκκαθαριστεί από κάθε δημοκρατικό και βενιζελικό στοιχείο, αποτελείται κατά βάση από στρατιωτικούς-θαυμαστές των SS και της Βέρμαχτ. Η ΕΟΝ, όπως αναφέρθηκε,κατά τα πρότυπα της χιτλερικής νεολαίας, διαδίδει τις αξίες της μοναρχίας και την λατρεία του «ηγέτη Μεταξά». Ο Γ’ Ελληνικός Πολιτισμός λοιπόν κλείνει το μάτι στο Γ’ Ράιχ.

 

Οι υπόγειες επικοινωνιακές και ιδεολογικές διασυνδέσεις του καθεστώτος προς το Γ’ Ράιχ θα είναι μόνιμες, ακόμη και κατά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ελλάδα. Οι ισορροπίες διαρκώς θα δοκιμάζονται: το 1938, ο δικτάτορας παροτρύνει επισήμως τον βασιλιά του να επισκεφθεί τον Χίτλερ στη Γερμανία και ο Γεώργιος αρνείται.

 

Το απόλυτο αδιέξοδο και την απελπισία του γι αυτή την «προδοσία» των ομοϊδεατών του Χίτλερ και Μουσολίνι καταγράφει ο ίδιος ο Μεταξάς στο Τετράδιο των Σκέψεων του, λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του (2.1.1941),: «Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν έχει βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς.

 

Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνιζότανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώνανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη. Λοιπόν και ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ απέναντι της Ελλάδος δεν ωδηγηθήκανε από κανένα από τα ιδεολογικά ελατήρια που υψώνανε ως σημαία του αγώνα των. Το εναντίον, κτυπώντας την Ελλάδα, κτυπούσανε τη σημαία αυτή».

Το καταπληκτικό αυτό κείμενο δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το πώς σκεπτόταν ο Μεταξάς μέχρι το τέλος της ζωής του και κάτω από ποιες συνθήκες οδηγήθηκε η χώρα στον πόλεμο. Εξηγεί ακόμα την φαινομενική τυφλότητα των σύγχρονων εθνικοσοσιαλιστών μπροστά στα πασίγνωστα εγκλήματα του ναζισμού στην Ελλάδα.

 

Για να επανέλθουμε όμως, ο ηγέτης του «Εθνικού Κράτους» και του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού», δεν κυβερνούσε μόνος του αλλά υπήρχε ένα ακόμα κέντρο εξουσίας που ήταν το Παλάτι και το «βαθύ κράτος», που υπάκουε πρωτίστως στο βασιλιά. Και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στη Βρετανία, τη «θετή και πνευματική του πατρίδα», σύμφωνα με τον Άγγλο πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λίπερ.

 

Για να αντιληφθεί κανείς τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα που παίζονταν στην Ελλάδα και το μέγεθος της οικονομικής επιρροής της Αγγλίας στη χώρα είναι ενδεικτικό το εξής στοιχείο.Το εξωτερικό χρέος της χώρας το 1932 έφτανε τα 1,022 δισεκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό χρέος ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα.

 

Βασικοί δανειστές της χώρας και κάτοχοι των ελληνικών χρεογράφων ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου, το συγκρότημα «Speyer and Co» της Ν. Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά. Μόλις το 1,7% ήταν γερμανικά και μόλις το 1,65% ήταν ιταλικά.

 

Επομένως, ήταν τέτοια η πρόσδεση της Ελλάδας στην Αγγλία, που το Μεταξικό καθεστώς δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί να σταθεί απέναντί της. Εξάλλου, όπως εξήγησε ο Μεταξάς στους δημοσιογράφους αμέσως μετά την ιταλική επίθεση (30.10.1940), ήταν υποχρεωμένος να απορρίψει το ιταλικό τελεσίγραφο για στρατιωτική κατάληψη κάποιων (μη προσδιορισμένων) στρατηγικών σημείων της χώρας απ’ τον ιταλικό στρατό, καθώς στην αντίθετη περίπτωση θα επενέβαινε στρατιωτικά η Αγγλία, με αποτέλεσμα τη διχοτόμηση της Ελλάδας και τη μετατροπή του συνόλου της ελληνικής επικράτειας σε πεδίο μάχης.

 

«Λίγες τουφεκιές…»

 

Ούτε ο ίδιος ο Μεταξάς, ούτε ο «στρατάρχης» Παπάγος πίστευαν σε μια επιτυχή απόκρουση της ιταλικής επίθεσης. Ο Παπάγος δήλωνε σε υφισταμένους του (συγκεκριμένα στον επιτελάρχη του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας συνταγματάρχη Γεωργούλη) ότι «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων», ο δε Μεταξάς σημείωνε στις 29 Οκτωβρίου 1940 στο ημερολόγιό του ότι «τον ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη» που είχε πάρει τον πόλεμο στα σοβαρά»!

 

Το πραγματικό κλίμα εκείνου του βραδιού του τελεσιγράφου αποτυπώνει ο υπουργός Ναυτιλίας του Μεταξά Αμβρόσιος Τζίφος, ο οποίος μετείχε στην πρώτη κυβερνητική σύσκεψη το ξημέρωμα εκείνης της ιστορικής νύχτας: «Εξάλλου η προθεσμία του τελεσιγράφου ήτο τρίωρος, ήτοι ώς τας 6 το πρωί, ώστε δεν εδίδετο καν καιρός διά οιανδήποτε ενέργειαν, έστω και αν υπήρχε η παραμικρά διάθεσις» (ανέκδοτες «Αναμνήσεις», περιλαμβάνονται σε παράρτημα του Ημερολόγιου Μεταξά εκδόσεις Γκοβόστης, τόμος Δ’).

 

Τα ίδια πίστευε και ο Υφυπουργός των Στρατιωτικών Παπαδήμας. Οταν επισκέφτηκε στον «Ευαγγελισμό» που νοσηλευόταν ο Συν/χης Δαβάκης του είπε: «Εμείς περιμέναμε να τελειώσει ο πόλεμος σε τρεις μέρες. Αυτό που καταφέρατε σεις είναι ένα θαύμα». Έτσι εκφράζονταν οι ποιο υπεύθυνοι στρατιωτικοί Αρχηγοί που είχαν τοποθετηθεί στην κορυφή της στρατιωτικής ηγεσίας του έθνους. Οι δηλώσεις αυτές είναι ιστορικά ντοκουμέντα που δείχνουν καθαρά τις προθέσεις της δικτατορίας. Δεν είχαν στο vου τους παρά να πολεμήσουν τρεις μέρες και να παραδώσουν χωρίς πόλεμο το λαό μας στην πιο επαίσχυντη δουλεία και καταστροφή, ενώ αυτοί ετοιμάζονταν να φύγουν.

 

Η στρατιωτική προετοιμασία

 

Ο ελληνικός στρατός βρέθηκε στοιχειωδώς μόνο προετοιμασμένος, παρ’ όλες τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες της δικτατορίας. Τα αποθέματά του σε πυρομαχικά, καύσιμα και τρόφιμα δεν υπερέβαιναν (σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του ΓΕΣ) τους 1-2 μήνες κατά περίπτωση, κάλυπτε μόλις το 8% των αναγκών του σε αυτοκίνητα (600 αντί για 7.000), ενώ η αεροπορία, για την οποία είχαν γίνει άπειροι έρανοι και κατασχεθεί οι τραπεζικές καταθέσεις χιλιάδων μικροαποταμιευτών, διέθετε μόνο κάποια δευτεροκλασάτα και ψιλοαπαρχαιωμένα αεροσκάφη PZL πολωνικής κατασκευής.



Αν μη τι άλλο, θα περίμενε κανείς από μία δικτατορία ενός πρώην στρατιωτικού με μακρά θητεία να έχει τουλάχιστον μία κάποια έφεση στη στρατιωτική οργάνωση και πυγμή. Κι όμως, η ηθική και επιχειρησιακή κατάσταση του στρατιωτικού μηχανισμού κατά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο είναι επιεικώς απαράδεκτη για ένα καθεστώς που αυτοπροβάλλεται ως εθνοσωτήριο.

 

Η σαρωτική επιτυχία του Ελληνικού στρατού οφειλόταν αμιγώς στην ασυγκράτητη ορμή της ανοργάνωτα επιστρατευμένης Ελληνικής κοινωνίας και επουδενί στο μεταξικό καθεστώς, το οποίο, ακόμα και την περίοδο της σφοδρής Ελληνικής αντεπίθεσης εναντίον των Ιταλών, έκανε ό,τι μπορούσε για να σταματήσει το «Βατερλώ» του Άξονα.

 

Το καθεστώς, το οποίο σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο του Ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, γνώριζε από τον Ιούνιο για την επικείμενη επίθεση της Ιταλίας, εισήγαγε την Ελλάδα στον πόλεμο ως εξής:Ελλιπέστατη εδαφική οχύρωση, αποθέματα τροφίμων και ένα απίστευτα μικρό και πεπαλαιωμένο πολεμικό υλικό καθ’ ομολογίαν των ίδιων των ηγετών του στρατού (Παπάγος, Ναύαρχος Σακελλαρίου κ.α.).

 

Οι οχυρώσεις της περιβόητης «γραμμής Μεταξά» στα βουλγαρικά σύνορα ήταν μισοτελειωμένες (σταματούν 70 χλμ ανατολικά του Αξιού) και άχρηστες, καθώς η κακή σχεδίασή τους δεν εμποδίζει ικανοποιητικά την διέλευση των αντίπαλων στρατευμάτων. Στην Ήπειρο, όπου διεξάγεται ο πόλεμος αρχικά, το ελληνικό κράτος έχει προνοήσει για δύο κακοφτιαγμένους δρόμους, ενώ δεν υπάρχει καμία σιδηροδρομική γραμμή, τα Γιάννενα έχουν ένα μόνο αεροδρόμιο σε κακή κατάσταση.

 

Η Ελλάδα έμπαινε στον πόλεμο με λιγοστά αντιαρματικά και αντιαεροπορικά όπλα. Δεν διέθετε ούτε μία μονάδα αρμάτων ούτε καν μια θωρακισμένη μονάδα. «Τουφέκια, όλμοι, κανόνια που έπρεπε να είναι τελευταίου τύπου… σκάζουν στα πρόσωπα των στρατιωτών μόλις επιχειρούν να τα χρησιμοποιήσουν. Τα πυρομαχικά που υποτίθεται πως είναι σε μεγάλη ποσότητα, δεν είναι καθόλου» (Floyd Spenser, “War and postwar Greece”).

 

Η 28η Οκτωβρίου 1940

 

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας τα χαράματα της 28ης Οκτώβρη 1940 ήταν ένας θαυμαστής του Μουσολίνι, του Χίτλερ και αυλόδουλος. Ως τέτοιος έπρεπε με μισή καρδιά να πολεμήσει τα ινδάλματά του γιατί ο βασιλιάς ήταν σύμμαχος των Άγγλων. Ο αγουροξυπνημένος Μεταξάς έχει λιγότερο από 3 νυκτερινές ώρες να ενημερώσει τον βασιλιά του, την κυβέρνησή του και τον στρατό του και συνάμα να απαντήσει θετικά ή αρνητικά μπροστά σε μία κατάληψη μη προσδιορισμένων εδαφών σε έναν πρέσβη ανίκανο να προβεί σε διευκρινήσεις, ο οποίος με τη σειρά του θα χρειαστεί λίγο χρόνο για να μεταφέρει την απάντηση με τα μέσα επικοινωνίας του 1940.

Με λίγα λόγια, η ιταλική διακοίνωση είναι προσχεδιασμένη ώστε να κάνει εντελώς αδύνατη ακόμα και την άνευ όρων παράδοση, δηλαδή τον ανώτατο αντικειμενικό στόχο ενός τελεσιγράφου.

 

Ο Μεταξάς, πρώην στρατιωτικός και νυν δικτάτορας, κάνει ενώπιον του Γκράτσι μία λογική διαπίστωση, την οποία ο ιστορικός μύθος μετέτρεψε σε αποφασιστική άρνηση. Δεν υπήρξε καμία ερώτηση και κανένα εκβιαστικό τελεσίγραφο, παρά μόνο η ωμή κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας. Έτσι εκείνα τα χαράματα και όταν ο Γκράτσι του επέδωσε το τελεσίγραφο του απάντησε στην γαλλική γλώσσα, γιατί δεν ήξερε Αγγλικά και γιατί η Γαλλική ήταν η γλώσσα της διπλωματίας. 

Δεν είπε «ΟΧΙ», πρώτον γιατί η λέξη «ΟΧΙ» δεν υπάρχει στην διπλωματία και δεύτερο γιατί έγραψε ο ίδιος ο Μεταξάς τι του απάντησε στο περίφημο «Ημερολόγιό» του. Η απάντηση ήταν ερώτηση και ήταν η ακόλουθη: Alors est que c’est la guerre; «Δηλαδή έχουμε πόλεμο;».



Πού βρέθηκε το «Οχι»; Ηταν μια εύστοχη δημοσιογραφική έμπνευση (εφημ. «Ελληνικό Μέλλον», 30.10.1940), η οποία μετατράπηκε γρήγορα σε βασικό προπαγανδιστικό σλόγκαν ενός καθεστώτος, το οποίο ήδη λειτουργούσε με ολοκληρωτικές μεθόδους χρησιμοποιώντας κάθε λογής ύμνους για τον «Εθνικό Κυβερνήτη». Το δεδομένο ήταν ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου μπαίνει με το ζόρι σε έναν πόλεμο εναντίον ομοϊδεατών του. Ο πόλεμος ξεκίνησε και ο ελληνικός λαός έγραψε στα βουνά της Πίνδου μερικές απ’ τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του.



Η ευκαιρία όμως για οριστική ματαίωση των επιδιώξεων του Μουσολίνι χάνεται καθώς οι έλληνες στρατιωτικοί διευθυντές των επιχειρήσεων της Αλβανίας και της Ηπείρου ακολουθούν μία εντελώς αδικαιολόγητη –στρατιωτικά- μετριοπάθεια, που δίνει τον χρόνο στους Ιταλούς να ανασυνταχθούν, δίνει βορά τις ελληνικές δυνάμεις στο κρύο του χειμώνα και την πείνα καθώς επίσης και τα περιθώρια στους Γερμανούς να οργανώσουν τις δυνάμεις τους για τη συμμετοχή τους στη μάχη εναντίον της Ελλάδας. Σύμφωνα με μελέτη της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης το 1941 αναφέρει: «Το καθεστώς Μεταξά και η Ελληνική Ανώτατη Διοίκηση κυριαρχούνταν από παθητική και αμυντική νοοτροπία κι από άτολμη και χωρίς φαντασία στρατηγική, σε σημείο που δύσκολα μπορεί να τους αναγνωρίσει έστω και μία επιθετική διαταγή σ’ όλο το διάστημα του πολέμου. Με δύο λόγια,…, δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ τις νίκες που κέρδισε το Ελληνικό πεζικό».

 

Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και η οικονομική ελίτ της Ελλάδας ήταν όχι μόνο φιλοναζιστική αλλά έπαιρνε και πρωτοβουλίες δυναμώματος της ναζιστικής κυριαρχίας μόλις αυτή εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα με την Κατοχή. Ο αντιπρόσωπος της εταιρείας Siemens στην Ελλάδα, Ιωάννης Βουλπιώτης, ήταν ένας από τους ιδρυτές των «Ταγμάτων Ασφαλείας», της χειρότερης ελληνικής ναζιστικής οργάνωσης την περίοδο της Κατοχής.Μετά την Κατοχή το μετεμφυλιακό Κράτος που θέσπισε την 28η Οκτωβρίου σαν γιορτή στελεχώθηκε από αυτούς ακριβώς τους συνεργάτες των ΝΑΖΙ.

 

Η χώρα μας γιορτάζει μια επέτειο έναρξης πολέμου. Ενός πολέμου στον οποίο η ηγεσία της χώρας σύρθηκε από τη μύτη εξαιτίας συμμαχικών υποχρεώσεων. Άλλωστε μετά την ήττα αυτές οι ελίτ της επιχειρηματικής και κοινωνικής ζωής συνεργάστηκαν ολόθερμα με τους Ναζί και η ίδια χώρα ποτέ δεν τιμώρησε τους συνεργάτες αυτούς και ποτέ δεν θα γιορτάσει το τέλος του πολέμου και τη στρατιωτική ήττα του ΝΑΖΙσμού.

 

Εν κατακλείδι η απάντηση στο αρχικό ερώτημα για το ποιος είπε το ΟΧΙ προκύπτει αβίαστα. Το ΟΧΙ το είπε ο ελληνικός λαός, ένας λαός που δεν συμβιβάστηκε με την ήττα, αλλά αντιστάθηκε σε βουνά και πόλεις μέχρι που έδιωξε τους ναζί κατακτητές. Τα ΟΧΙ τα λένε και τα υποστηρίζουν οι λαοί και όχι Μεταξάδες.

 

*Ο Θράσος Αβραάμ είναι πρώην εκδότης, δημοσιογράφος, πτυχιούχος του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου

 

 

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Νίκος Μπελογιάννης: Ο πατέρας μου ήταν ανεπιθύμητος και στη Δεξιά και στην Αριστερά γιατί ήταν φωτισμένο πνεύμα

  Τον πατέρα μου τον σκότωσαν 

η Φρειδερίκη και ο Ζαχαριάδης

www.philenews.com

 Sunday, 31 March 2019, 16:47

http://www.sophia-ntrekou.gr/2020/10/mpelogiannis-yios.html?fbclid=IwAR3xuIrAqAAvzQPrsRuLGTR_VmVSpyh3FU4JEjitnnzq6sopvnUmcN7DHOI

Ο γιος του ιδεολόγου και αγωνιστή της αριστεράς, Νίκου Μπελογιάννη, που είχε εκτελεστεί το 1952 στο Γουδή, και της Έλλης Παππά, δημοσιογράφου και συγγραφέα, ανιψιός επίσης της εμβληματικής Διδώς Σωτηρίου που τον μεγάλωσε σαν παιδί της μέχρι τα δώδεκα του χρόνια, σε μια σπάνια συνέντευξή του στον Γ. Χατζηγεωργίου, αποδεικνύει πως δεν ζει με «ήρωες» και «φαντάσματα».

Ξαφνιασμένος, στο σαλόνι του διαμερίσματος του πέμπτου ορόφου μιας μεσοαστικής πολυκατοικίας στου Ζωγράφου (μέσα στο σπίτι, στο οποίο κάποτε έμενε μαζί με τη μητέρα του, την αγωνίστρια της Αριστεράς, Έλλη Παππά), το πρώτο που κοιτάω, επάνω σε μία κολόνα, στα αριστερά της πόρτας εισόδου, είναι το πολυφωτογραφημένο πορτρέτο του Πάμπλο Πικάσο για τον «άνθρωπο με το γαρύφαλλο», τον πατέρα-ήρωά του – σχεδόν ταυτόχρονα με το «χαίρω πολύ» μας. «Είναι το αυθεντικό;», τον ρωτάω έκπληκτος, παρατηρώντας το ιδιόχειρο σημείωμα του ίδιου του σπουδαίου ζωγράφου, που βρίσκεται στην πίσω πλευρά. «Όχι, όχι», μου εξηγεί. «Το αυθεντικό είναι πολύ μικρότερο σε μέγεθος, και ανήκε σε μια σειρά που έφτιαχνε ο Πικάσο με εκτελεσμένους από διάφορα καθεστώτα – μεταξύ αυτών, δυο Βάσκοι που είχε εκτελέσει ο Φράνκο, ένας Αλγερινός που είχαν εκτελέσει οι Γάλλοι και ο πατέρας μου. Η μόνη μαρτυρία που έχουμε για το αυθεντικό είναι απ’ τον Βασίλη Βασιλικό, που έλεγε ότι το είχε δει στο μπουντουάρ της Σιμόν Σινιορέ, παλαίμαχης ηθοποιού, Σταλινικιάς μέχρι το κόκαλο, συζύγου του Υβ Μοντάν. Έκτοτε θα πέρασε σε κάποιον από τους κληρονόμους της, αλλά ουσιαστικά δεν έχουμε ιδέα πού βρίσκεται και δεν μπορούμε καν να το πλησιάσουμε ή να το φωτογραφίσουμε».

Ο συνταξιούχος χημικός μηχανικός που κάθεται απέναντί μου, εμπεριέχει όλα όσα συνθέτουν ένα ισχυρό κεφάλαιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας, αν και -συνειδητοποιημένα- επέλεξε να μη γίνει ποτέ κομμάτι της ενεργό, αποδομώντας την έννοια του πολιτικού «συνεχιστή»: Γιος του αγωνιστή-ήρωα και ιδεολόγου της Αριστεράς, Νίκου Μπελογιάννη, που εκτελέστηκε στις 30 Μαρτίου του 1952, στο Γουδή (ημέρα Κυριακή, στις 04:12) και της συντρόφου του, Έλλης Παππά, της αγωνίστριας δημοσιογράφου που τον μεγάλωνε για τρία χρόνια μέσα στις φυλακές προτού αναλάβει την ανατροφή του η αδελφή της και θεία του, η σπουδαία Ελληνίδα συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου, ο (νεότερος) Νίκος Μπελογιάννης δείχνει καταρχήν να είχε συμφιλιωθεί, από τα παιδικά του σχεδόν χρόνια, με τα ασυνήθιστα μεγάλα «βάρη» των ονομάτων και τα «φαντάσματα» της ιστορίας που τον περιτριγύριζαν – ή μήπως όχι;

– Πώς και γίνατε χημικός μηχανικός – ενώ, υποθέτω, θα μπορούσατε να κάνατε μία λαμπρή τρόπον τινά «καριέρα» στην ελληνική βουλή;

Δηλαδή τι; Να γίνει μια δυναστεία της Αριστεράς; Και μόνο στη σκέψη είναι αποκρουστικό! Να γίνω ένας Γιωργάκης ή ένας Κούλης; Προς Θεού! Θα ήταν απεχθές…

– Δεν το σκεφτήκατε ποτέ; 

Ούτε κατά διάνοια! Ήδη, από τα δεκατρία μου χρόνια, είχα αποφασίσει πως θα γίνω χημικός.

– Άλλοι θα «αξιοποιούσαν» αυτό το επώνυμο…

Ναι, φυσικά. Εγώ δεν ήθελα να κάνω τέτοιο πράγμα – ήξερα πως η πολιτική είναι σκέτη μπόχα. Όπως επίσης δεν ήθελα να ασχοληθώ ούτε με τη συγγραφή, ούτε με τη δημοσιογραφία – για να μη γίνονται συγκρίσεις.

– Οι γύρω σας δεν σας έλεγαν «εσύ, που είσαι γιος ενός ήρωα της Αριστεράς…»;

Οι γύρω μου είχαν ενθουσιαστεί που το παιδί βρήκε το δρόμο του τόσο γρήγορα, έβλεπαν πως στις θετικές επιστήμες τράβαγα καλά, οπότε γιατί να πούνε κάτι άλλο;

– Οι Αριστεροί φίλοι της θείας σας, της Διδώς Σωτηρίου, δεν αποζητούσαν τον «συνεχιστή»;

Ό,τι κι αν έλεγαν οι διάφορες θείτσες, του τύπου «παιδάκι μου, να γίνεις σαν τον πατέρα σου και να τον ξεπεράσεις!», εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να τις ακούσω. Εννοώντας όλων των ειδών τις «θείτσες».

– Πώς αντιδρούσατε όταν σας έλεγαν κάποιοι πως είστε «γιος ήρωα»;

Κάπως ενοχλημένος. Σαν να τους έλεγα: «Μήπως είμαι κι εγώ εδώ; Πρέπει να είμαι εντελώς ετερόφωτος; Μήπως υπάρχω κι εγώ;».

– Είχατε και τ’ όνομά του!

Αυτό είναι παράδοση στην Ελλάδα. Όταν ο πατέρας πεθάνει πριν από τη βάφτιση του παιδιού, το ‘χουμε να βαφτίζεται το παιδί με τ’ όνομά του. Κανονικά, είχε πει ο ίδιος, ήθελε να με βγάλουνε «Βίκτωρα». Αλλά η γιαγιά μου, η μάνα του, είχε πει «όχι, το παιδί θα βγει Νίκος!». Υποτίθεται πως κρατά τη συνέχεια…

– Τι ήταν στην παιδική σας ηλικία ο πατέρας σας;

Ήτανε ό,τι πιο σεβαστό. Αλλά εγώ, από εκεί κι έπειτα, πήρα το δικό μου δρόμο, αφοσιωμένος στις σπουδές και στη δουλειά μου.

– Ήταν σαν «βάρος» στη ζωή σας αυτό το όνομα;

Ναι. Συνέχεια.

– Δηλαδή;

Στη δεκαετία του ’60 ήτανε «πρόβλημα», με τους χαφιέδες έξω απ’ το σπίτι να παρακολουθούν. Στο σχολείο, άλλοι καθηγητές με κατατρέχανε, άλλοι έδειχναν πως συμπαρίστανται. Μετά έγινε η Χούντα και εκεί ήταν ένα γερό «πρόβλημα». Κι ύστερα, έγινε το ανάποδο – ξεκίνησαν οι πιέσεις απ’ τ’ Αριστερά: «Παιδάκι μου, να γίνεις σαν τον πατέρα σου!». Μιλάμε για γερές πιέσεις από τον Περισσό, στις οποίες δεν υπήρχε περίπτωση να ανταποκριθώ, γιατί είχα ξεκαθαρίσει τη θέση μου απέναντί τους – δεν ήθελα ούτε να τους ξέρω!

– Τόσο πολύ;

Θεωρούσα πως είχαν στρεβλώσει οποιαδήποτε Αριστερή αξία. Πως της άλλαξαν τα φώτα.

– Δεν ήσασταν ποτέ ενεργό μέλος του ΚΚΕ;

Όχι. Εγώ ήμουνα στο ΚΚΕ Εσωτερικού, στην Ανανεωτική Αριστερά. Όταν με ρωτάνε, καλή ώρα όπως εσείς, απαντώ πως «εγώ ανήκω στη μη παροπιδιφόρο Αριστερά». Να βάλω, λοιπόν, ένα ζευγάρι παρωπίδες και να πάω στον Περισσό, να με βάλουν σε ένα χρυσό κλουβί και να με περιφέρουν ανά την ύπαιθρο για να με βλέπει το κοινό και να με χειροκροτά, θα μου ήταν απεχθές! Βέβαια, θα το εξαργύρωνα πολύ ωραία: Βουλευτιλίκια, λιμουζίνες, μετά θα πήγαινα στο ΠΑΣΟΚ να βολευτώ πολύ ωραία, ύστερα στην ευρωβουλή, τέλεια όλα. Λυπάμαι, όχι! Όλα αυτά θα μου ήταν αηδιαστικά!

– Όταν λέγατε το ονοματεπώνυμό σας υποθέτω πως οι περισσότεροι θα σας αντιμετώπιζαν αν όχι με θαυμασμό, τουλάχιστον με σεβασμό…

Μπα, μην το λέτε. Μία φορά, για παράδειγμα, στη Νάουσα, μου έκανε ένας «να, έτσι θα σου στρίψουμε το λαρύγγι!». Σπάνια βέβαια συναντούσα ακραίες αντιδράσεις.

– Έχετε μνήμες μέχρι τα τρία σας χρόνια που βρισκόσασταν μαζί με τη μητέρα σας, την Έλλη Παππά, μέσα στις φυλακές, στον Πειραιά;

Ελάχιστες. Θυμάμαι μόνο το τρένο να σφυρίζει, δίπλα ακριβώς, κι εμένα να το φοβάμαι. Θυμάμαι επίσης γυναίκες τριγύρω να φωνάζουν. Τίποτε παραπάνω.

– Πώς και άφησαν ένα παιδί μέχρι τα τρία του μέσα σε μία φυλακή;

Τόσο ήταν το όριο που το παιδί έπρεπε να ζει μαζί με τη μητέρα του. Μετά έπρεπε να με πάρει κάποιος. Κι έτσι με πήρε και με μεγάλωσε η θεία μου, μέχρι τα δώδεκά μου, οπότε και αποφυλακίστηκε η μητέρα μου.

– Η θεία σας, η Διδώ Σωτηρίου…

Ακριβώς.

– Από τα τρία μέχρι τα δώδεκά σας χρόνια επισκεπτόσασταν συχνά τη μητέρα σας, μέσα στη φυλακή;

Επιτρεπόταν μία φορά στις δεκαπέντε μέρες.

– Τόσο αραιά;

Ναι.

– Πώς εκφραζόσασταν απέναντί της στη φυλακή; Με παράπονο;

Έπρεπε να της πω όλα όσα είχαν συμβεί μέσα στο δεκαπενθήμερο. Εκείνη δεν είχε πολλά πράγματα να πει, ρώταγε συνέχεια.

– Ανυπομονούσατε να τη δείτε ή είχε γίνει πια ρουτίνα;

Είχε γίνει πια ρουτίνα. Τη στείλανε στις φυλακές Αβέρωφ μετά, κι έτσι μας ήταν και πιο εύκολο να πηγαίνουμε.

– Η ίδια τι σας έλεγε για τη ζωή της στη φυλακή;

Η ζωή στη φυλακή ήτανε κάτι τόσο φρικτό, ως προς το ότι έπρεπε να συνυπάρχεις με κόσμο που δεν ήθελες ούτε να τον βλέπεις. Κόσμο που ήταν έτοιμος να σου την ανάψει, να σε καταστρέψει, να σε εξοντώσει διανοητικά, με κάθε τρόπο. Ήταν ένας ψυχικά ταλαιπωρημένος άνθρωπος η μητέρα μου – και πριν και μετά από όλη την αντιμετώπιση. Ήταν επίσης ανεπιθύμητη – και στους μεν και στους δε.

– Ουσιαστικά εσείς «γλιτώσατε» τη ζωή της μαμάς σας και δεν την εκτέλεσαν, αφού η ύπαρξη ενός παιδιού διασφάλισε τη σωτηρία της…

Ναι. Ναι. Ήμουνα ήδη επτά μηνών όταν εκτέλεσαν τον πατέρα μου… Αν και η ίδια η μητέρα μου ήθελε να την εκτελέσουν!

– Προσπαθήσατε, μετά τα δώδεκά σας, να αναπληρώσετε το κενό με τη μαμά σας ή δεν αναπληρωνόταν πια, έχοντας χάσει «επεισόδια» από τη ζωή σας;

Όχι απλώς επεισόδια, όλη τη σειρά είχα χάσει. Όταν παραλαμβάνεις έναν πιτσιρικά στα δώδεκά του πια, είναι ήδη διαμορφωμένος χαρακτήρας. Θυμάμαι ότι ακόμη και μέσα στη φυλακή, στα οκτώ, στα εννιά μου, η Έλλη μου έφτιαχνε κάτι ωραία βιβλιαράκια, κομψοτεχνήματα – καλλιτεχνικά αριστουργήματα! Και μου τα έδινε με όλη της τη χαρά! Αλλά ήτανε πολύ έξω από εμένα. Μου έδινε ένα που αφορούσε τις εθνικές φορεσιές για παράδειγμα, όταν εγώ διάβαζα Ιούλιο Βερν. Ήμασταν σε άλλο μήκος κύματος…

– Σε ποιες στιγμές σας έλειπε η μαμά σας;

Νομίζω σε καμία.

– Σας κάλυπτε απόλυτα η Διδώ;

Ναι. Έτσι κι αλλιώς, η Διδώ κοιτούσε να καλύψει την έλλειψη, το κενό. Ήταν εξαιρετική ως αυτοσχέδια μητέρα. Υπερπροστατευτική και συνεχώς αγχωμένη, διότι η ταλαίπωρη Διδώ δεν ήθελε -συνειδητά- ούτε παιδί, ούτε κατοικίδιο, γιατί ήθελε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία, να κάνει ταξίδια, να γράφει. Και ξαφνικά, της προέκυψε ένας πιτσιρικάς -και μάλιστα «επώνυμος» μέσα στην Αριστερά- και με όλο το κόμμα πάνω απ’ το κεφάλι της να βλέπει αν με μεγαλώνει «σωστά» – όπου το «σωστά» ο καθένας το ερμήνευε κατά βούληση.

– Την ήλεγχαν;

Την κριτικάρανε. Ήταν έτοιμοι να της κάνουν εξοντωτική κριτική, για το πώς με μεγαλώνει! Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε… Κι αν μη τι άλλο, μου μετέδωσε και πνεύμα. Θυμάμαι ανθρώπους του πνεύματος να μπαινοβγαίνουν μέσα στο σπίτι – τον Βάρναλη, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Τάσο Βουρνά, την Άλκη Ζέη που με τη θεία μου αλληλολατρευόντουσαν, πολλούς…

– Πώς ήταν η καθημερινότητά σας μαζί με τη θεία σας;

Εκτός από υπερπροστατευτική, ήταν και υπερταΐστική (γελάει). Όταν δεν έγραφε ήταν στην κουζίνα και μου έφτιαχνε υπέροχα πράγματα – έφτιαχνε την πιο ωραία σμυρναίικη κουζίνα που μπορεί να φανταστεί κανείς, κι έτσι ήμουνα συνεχώς με σουτζουκάκια, με γιουβαρλάκια, με ωραία ψάρια φτιαγμένα. Και φυσικά, το καλοκαίρι, από τέλη Ιουνίου ως προχωρημένο Σεπτέμβριο, ήμασταν στην Αίγινα, όπου νοικιάζαμε ένα δωματιάκι με την τουαλέτα κάτω, βρυσάκι για πλύσιμο, με τον νερουλά να φέρνει το νερό, και με θέα απέναντι, στο Αγκίστρι. Παράδεισος! Η Διδώ θυμάμαι ότι έγραφε δώδεκα ώρες τη μέρα, κι αυτό για μένα σήμαινε ότι θα τριγύρναγα με το ποδήλατο, θα έκανα βουτιές συνεχώς, θα έπαιζα όλη μέρα – ήταν αριστούργημα! Η Διδώ με είχε επίσης και ως ακροατήριο, επειδή ήταν και ακουστικός τύπος, κι έτσι από πολύ πιτσιρικά, από τα οκτώ μου, μου διάβαζε ό,τι είχε γράψει αρχίζοντας από το «Οι νεκροί περιμένουν». Ήθελε να ακούω… Ρουφούσα ό,τι μου διάβαζε, αλλά δεν ήξερα ακόμη να κάνω παρατηρήσεις. Τώρα που κοιτάμε το αρχείο της, θυμάμαι πράγματα που μου είχε διαβάσει τότε και που δεν είχαν ενσωματωθεί στο βιβλίο, γιατί αλλιώς θα έβγαινε πολύ μεγάλο.

– Σας έλειπε η παρουσία του πατέρα σας στη ζωή σας;

Κάτι που δεν έχεις γνωρίσει, δεν σου λείπει! Αν τον είχα γνωρίσει και είχε πεθάνει μετά, ναι, θα μου έλειπε. Γιατί θα ήξερα πώς είναι να ζεις με έναν πατέρα. Αλλά αυτό, εγώ δεν το ήξερα. Δεν είχε νόημα. Αν δεν το δεις στην καθημερινότητά του το πράγμα… Και πού ξέρουμε, όμως, πόσο καταπιεστικός μπορεί να ήταν, για παράδειγμα;

– Ήταν ένα «φάντασμα» ο μπαμπάς σας για σας;

Προσπάθησαν οι κοντινοί μου άνθρωποι να μην μου το κάνουν «φάντασμα» και να ζω μ’ αυτό. Μόνο όταν προσπαθούσαν να μου το επιβάλουν οι παραέξω, οι εκτός σπιτιού, γινόταν τέτοιο – αλλά είχα πια τις σπουδές μου, τη δουλειά μου, ήμουν σε τελείως άλλο χώρο, με άλλες παραστάσεις στη ζωή, οπότε ήταν δύσκολο πια.

– Από αφηγήσεις της θείας σας και της μητέρας σας, τι σας έλεγαν για τον χαρακτήρα του μπαμπά σας;

Ήταν ο διανοούμενος της Αριστεράς, το πιο φωτισμένο πνεύμα, που απλώς προέτρεξε της εποχής του πάρα πολύ. Και, φυσικά, ήταν ανεπιθύμητος σε όλους γι’ αυτόν το λόγο – και στη Δεξιά και στην Αριστερά.

– Η συνύπαρξή σας, αργότερα, αφότου αποφυλακίστηκε και η μητέρα σας, με τις δύο αυτές γυναίκες, ήταν δύσκολη;

Μεταξύ τους είχαν και διαφωνίες. Αλλά, όχι, δύσκολη δεν ήταν. Κάποια στιγμή, η Διδώ αγόρασε ένα σπιτάκι στα Άνω Ιλίσια και φύγαμε από τον Χολαργό, με την Έλλη μέναμε στο Πεδίον του Άρεως και αργότερα αγόρασε η μητέρα μου αυτό το σπίτι εδώ, στου Ζωγράφου. Μέναμε κοντά με τη Διδώ, με τα πόδια ένα εικοσάλεπτο.

– «Έλλη» τη λέγατε, όχι «μαμά»;

Δεν θυμάμαι πώς την έλεγα.

– Μεγαλώνοντας πια, σας αφηγούνταν ιστορίες μέσα από τη φυλακή;

Γενικά, δεν ήθελε η ίδια να τα θυμάται. Ήταν τόσο φρικτό το κλίμα μεταξύ των γυναικών…

– Η εφηβεία σας πώς ήταν;

Ήμουνα ένα σπασικλάκι των θετικών επιστημών. Είχα πάει στο Βαρβάκειο, που ήταν «ιερά εξέταση» ως προς αυτά, και έπρεπε να ανταποκρίνομαι συνεχώς.

– Στο Πολυτεχνείο σπουδάσατε;

Ναι.

– Τότε που είχε γίνει και η εξέγερση του ’73;

Αυτό συνέβη όταν πια ήμουνα στο πέμπτο έτος της σχολής.

– Ένας γιος Μπελογιάννη – φαντάζομαι δεν θα ήταν και πολύ εύκολα τα πράγματα για σας, μέσα στη Χούντα…

Ήταν σχετικά πρόβλημα. Είχαμε δε συμφωνήσει με τα παιδιά στη Σχολή ότι ναι μεν θα είμαι, αλλά όχι φάτσα φόρα μπροστά, διότι θα ‘χε η Χούντα να λέει πως είναι κομμουνιστοκίνητο το πράγμα.

– Νιώθατε πως σας παρακολουθούσαν στη διάρκεια της επταετίας;

Ναι. Υπήρχαν οι χαφιέδες της Χούντας… Αλλά δεν θα έβγαζαν από μένα τίποτα. Καλούσαν κατά καιρούς και την Έλλη κι εμένα… Σιγά! Και τι έγινε! Συστάσεις… Αλλά στο Πολυτεχνείο, ιδιαίτερα από τα τέλη του ’71 και πέρα, δεν ήξεραν ποιον να πρωτοπαρακολουθήσουν.

– Όσο μένατε μαζί με τη θεία σας στην Κοδριγκτώνος, τότε που η μητέρα σας βρισκόταν στη φυλακή, ήταν πιο έντονη η παρακολούθηση;

Ναι, βέβαια! Οι χαφιέδες ήταν έξω απ’ το σπίτι, στημένοι σε μια κολόνα, με μαύρα γυαλιά, τάχαμου διαβάζανε εφημερίδα.

– Φοβόντουσαν τη Διδώ;

Ναι. Η Διδώ ήταν επίφοβη. Την έπαιρναν, θυμάμαι, τηλέφωνο και της έλεγαν διάφορα, απειλητικά, τι θα κάνουν στην Έλλη… Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.

– Εσείς θυμάστε να ήσασταν χαρούμενο παιδί ή σκεπτικό;

Μάλλον το δεύτερο.

– Πάντως, όσο μου τα αφηγείστε αυτά, σκέφτομαι πόσο συναρπαστικό είναι που έχετε ζήσει με τέτοιους μύθους…

Μπα… Δεν ήταν πάντα συναρπαστικό.

– Πότε δεν ήταν;

Μάλλον όποτε ανακατευόταν το κόμμα. Εκεί ήταν εξοργιστικό. Γιατί πήγαιναν να επιβάλουν πως οι νεκροί ανήκουν στο κόμμα. Όπως οι άγιοι «ανήκουν στην εκκλησία», όπως οι μάρτυρες «ανήκουν στο Ισλάμ», έτσι και οι ήρωες «ανήκουν στο κόμμα».

– Μεγαλώνοντας επενέβαιναν οι δύο αυτές γυναίκες στη ζωή σας – η μητέρα και η θεία σας;

Με τίποτα! Αυτό έλειπε…

– Σας είχαν εκμυστηρευτεί ποτέ -η μητέρα σας ή η θεία σας- πράγματα της ζωής τους για τα οποία να είχαν αργότερα μετανιώσει;

Μου είπαν για πράγματα που θα τα είχαν χειριστεί εντελώς διαφορετικά.

– Για τον ίδιο τον αγώνα είχε μετανιώσει ποτέ η μητέρα σας;

Όχι. Και ούτε επρόκειτο να παραδεχτεί κάτι τέτοιο! Ναι μεν πολλά πράγματα έλεγε πως θα τα είχε χειριστεί διαφορετικά, αλλά όχι το συνολικό.

– Ήταν, όμως, και μία απίθανη ιστορία έρωτα η ιστορία του πατέρα και της μητέρας σας.

Ναι. Που κράτησε έξι μήνες.

– Έστω!

Έξι μήνες μάλιστα σε βαθιά παρανομία.

– Ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής της;

Ο μοναδικός μάλλον.

– Τι είχε ξεχωρίσει στον μπαμπά σας και τον είχε ερωτευτεί τόσο πολύ;

Το πνεύμα του βασικά. Μέσα από τα βιβλία του, άλλωστε, φαινόταν ότι ήταν ένας άνθρωπος που σκεφτόταν τελείως διαφορετικά. Ήταν ακριβώς το αντίθετο από τα κομματόσκυλα που ξέρουμε σήμερα.

– Θυμάστε μια ιστορία που σας είχε αφηγηθεί η μητέρα σας για εκείνον;

Θυμάμαι πως μου είπε πως είχαν συμφωνήσει, όταν θα ελευθερωνόταν πια η Ελλάδα, να κάτσουν και να γράψουν – ο ένας την ιστορία της λογοτεχνίας και η άλλη την ιστορία της φιλοσοφίας. Του πατέρα μου υπάρχει το σχέδιο του βιβλίου, με γραμμένα τα πρώτα κεφάλαια.

– Για τη Διδώ τι ήταν ο πατέρας σας;

Ένας πάρα πολύ σημαντικός άνθρωπος. Μια φορά μόνο τον είχε δει. Ό,τι ήξερε για εκείνον, το ήξερε από τις αφηγήσεις της Έλλης. Αλλά έκανε πανευρωπαϊκή κινητοποίηση η Διδώ, για να σωθούν και οι δύο.

– Ποιο είναι το αγαπημένο βιβλίο της θείας σας;

«Η Εντολή».

– Εσείς διαχειρίζεστε τα βιβλία της Διδώς;

Διαχειρίζομαι το 85% του πνευματικού έργου της Διδώς -έχοντας και το ηθικό δικαίωμα γι’ αυτό- και υπάρχει και η πρώτη μου ξαδέλφη για το υπόλοιπο 15%. Έχουν δε προκύψει επίσης, εκτός από το ήδη γνωστό έργο της, και πέντε βιβλία της Διδώς μετά το θάνατό της, που θα γίνουν επτά τελικώς (σ.σ από τις «Εκδόσεις Κέδρος», σε επιμέλεια Νίκου Μπελογιάννη), τα δύο βιβλία του πατέρα μου (σ.σ από τις «Εκδόσεις Άγρα»), τα βιβλία της μητέρας μου και ενάμιση δικό μου. Να, κάτι για το οποίο έχω σκυλομετανιώσει, ήταν που έδωσα τα «Ματωμένα Χώματα» να τα κάνει σήριαλ ο Κουτσομύτης στον Alpha.

– Δεν σας άρεσε…

Όχι απλώς δεν μ’ άρεσε. Κακοποιήθηκε!

– Εξηγήστε μου κάτι: Τελικά, ποιος σκότωσε τον μπαμπά σας, κύριε Μπελογιάννη; Και δεν εννοώ τους εκτελεστές στο Γουδή…

Η Φρειδερίκη και ο Ζαχαριάδης. Και οι δύο. Αφού ήταν ανεπιθύμητος σε όλους…

– Οι νεκροί σας, σάς επισκέπτονται καμιά φορά στον ύπνο σας;

Όχι.

– Είστε ρεαλιστής…

Και κυνικός ενίοτε.

– Να τολμήσω να υποθέσω πως τα γαρίφαλα είναι τα αγαπημένα σας λουλούδια;

(χαμογελά) Όχι. Θα σας πω όμως κάτι, μια και με ρωτάτε κάτι τέτοιο. Είχαμε φροντίσει, θυμάμαι, να κάνουμε διπλή πολιτική κηδεία στην Κοκκινιά, στο Γ’ Νεκροταφείο -και του πατέρα μου και της μητέρας μου μαζί- διότι και τον πατέρα μου τον είχαν πετάξει σ’ ένα λάκκο, μετά από τρία χρόνια πήγε η μάνα του, τον ξέθαψε και τον έθαψε στον τάφο που είναι σήμερα, οπότε ουσιαστικά δεν είχε κηδευτεί ποτέ. Στο ΚΚΕ δεν ήξεραν ότι θα τον κηδεύαμε εμείς – μαζί με την κηδεία της μητέρας μου. Και βγάλανε φιρμάνι να μην πατήσει κανείς! Βάλανε στα ψιλά «κηδεύεται σήμερα η Έλλη Παππά», χωρίς τόπο, χωρίς χρόνο, χωρίς τίποτα. Μας ήρθε πολύ ωραία αυτό και διαρρεύσαμε εντέχνως ότι θα κηδευτεί πλάι στον σύντροφό της. Στην κηδεία, λοιπόν, εμφανίζεται ένα στεφάνι, με κατακόκκινη κορδέλα και χρυσά γράμματα «η κεντρική επιτροπή του ΚΚΕ», που είχε, όμως, άσπρα χρυσάνθεμα – σημειολογία του σταλινισμού, ότι η Έλλη, ως ρεβιζιονίστρια, ήταν ανάξια να έχει κόκκινα γαρίφαλα. Από τότε, λοιπόν, σε κάθε επέτειο θανάτου της Έλλης, στις 27 Οκτωβρίου, της πηγαίνω άσπρα χρυσάνθεμα. Για να της υπενθυμίζω πόσο αφελής υπήρξε που δεν υποψιάστηκε ότι επρόκειτο για έναν στυγνό κομματικό μηχανισμό! Και για να το θυμάμαι κι εγώ…