Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Η Κηδεία του Κωστή Παλαμά


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Ηχήστε οι Σάλπιγγες»

 Ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής έφευγε από τη ζωή στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 και η κηδεία του εξελίχθηκε στην κορυφαία -ίσως- αντιστασιακή εκδήλωση.

Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 έφευγε από τη ζωή, σε ηλικία 84 ετών, ο σπουδαίος έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Ήταν βαριά άρρωστος όταν τον συνάντησε ο χάρος στο σπίτι του, στην οδό Περιάνδρου 3 στην Πλάκα. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 9 Φεβρουαρίου του 1943, είχε πάρει τη γυναίκα του Μαρία.

Το νέο του θανάτου του επιφανέστερου ποιητή της γενιάς του 1880 κυκλοφόρησε με αστραπιαία ταχύτητα στην κατοχική Αθήνα. «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.

 Από νωρίς το πρωί της 28ης Φεβρουαρίου πλήθος λαού άρχισε να συγκεντρώνεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας για να αποτίσει το ύστατο χαίρε στον μεγάλο ποιητή, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα.

Στις 11 το πρωί άρχισε η νεκρώσιμος ακολουθία, χοροσταντούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού. Ο πνευματικός κόσμος της χώρας έδωσε βροντερό «παρών»: Σπύρος Μελάς, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Κατσίμπαλης, κ.ά.

Οι επίσημες αρχές, προσπαθώντας να περιορίσουν το νόημα της παλλαϊκής συγκέντρωσης, εκπροσωπήθηκαν στην κηδεία από τον ίδιο τον δοτό πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλοκαι από εκπροσώπους των γερμανικών και ιταλικών κατοχικών δυνάμεων.

Αυτό δεν απέτρεψε τη μετατροπή της κηδείας σε εκδήλωση πατριωτικής έξαρσης.
«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα» είπε εύστοχα ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), δίνοντας το πνεύμα ομόθυμης παρουσίας του λαού στην κηδεία. Και «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» απήγγειλε το ποίημα Παλαμάς, που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή:

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
…………………
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;
…………………
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !
…………………
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
…………………
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
…………………
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
…………………
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
…………………
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Στη συνέχεια, ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης (1881-1952), από τους τελευταίους εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, απήγγειλε συγκλονιστικά το ποίημά του Στον Κωστή Παλαμά.

Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.
…………………..
Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.
……………………..
Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.
……………………
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.
………………..
Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε

με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.

Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Άγγελος Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής.

Την ώρα που θα εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή να καταθέσει στεφάνι. Τότε, ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη...». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά –περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος– ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική.

Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε Ζήτω η Ελευθερία!».
..........................
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/495

 



 

 

 

 


Κωστής Παλαμάς: Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Ο Κωστής Παλαμάς ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», η οποία συσπείρωνε νέους ποιητές που αντιδρούσαν στις υπερβολές του αθηναϊκού ρομαντισμού κι ενδιαφέρονταν για την καθιέρωση της δημοτικής στον ποιητικό λόγο.

Στο ποιητικό του έργο, που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές, κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης και το πνεύμα της οικουμενικότητας του ελληνικού πολιτισμού.

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου του 1859 και καταγόταν από παλαιά μεσολογγίτικη οικογένεια, που είχε να επιδείξει εθνικούς αγωνιστές και πνευματικούς δημιουργούς. Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και μητέρα και πήγε να ζήσει στο Μεσολόγγι με τον θείο του Δημήτριο Παλαμά.

Στο Μεσολόγγι, που τόσο αγάπησε και τραγούδησε νοσταλγικά, έζησε έως το 1875, οπότε έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Δεν άργησε να καταλάβει, πως η πραγματική του κλίση ήταν η ποίηση κι εγκαταλείποντας τις σπουδές του αφοσιώθηκε ολόψυχα στην τέχνη του λόγου και ιδιαίτερα του ποιητικού. Άλλωστε, από τα εννιά του χρόνια έγραφε στίχους και διάβαζε Έλληνες και ξένους ποιητές.

Το 1879 άρχισε να δημοσιογραφεί στις εφημερίδες και τα περιοδικά του καιρού του και το 1886 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια της Πατρίδος μου». Στο βιβλίο αυτό, όπως και στα άλλα δύο που ακολούθησαν, «Ο Ύμνος στην Αθηνά» (1889) και «Τα μάτια της ψυχής» (1992), ο Παλαμάς φανερώνει τις πρώτες νεανικές του προσπάθειες, προικισμένος με πλούσια ευγένεια και ευαισθησία. Μαζί με τον Δροσίνη, τον Πολέμη και άλλους ποιητές της Νέας Σχολής, χρησιμοποιεί τη δημοτική γλώσσα, σε αντίθεση με τους ρομαντικούς καθαρευουσιάνους ποιητές, Σούτσο, Βασιλειάδη, Παράσχο και άλλους.

Στις 27 Δεκεμβρίου του 1887 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Λέανδρο (1891-1958), τη Ναυσικά και τον Άλκη. Στις 15 Οκτωβρίου 1897, ο Παλαμάς διορίστηκε γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ένδειξη τιμής για το ποιητικό του έργο. Γι’ αυτό και οι εφημερίδες του καιρού («Εστία», «Άστυ», «Ακρόπολις»), επαίνεσαν ζωηρότατα την απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας, Ανδρέα Παναγιωτόπουλου, βρίσκοντας την ευκαιρία να εγκωμιάσουν τον ποιητή.

Λέγεται ότι, όταν ο Παλαμάς παρουσιάστηκε να αναλάβει υπηρεσία, ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου, Αλκιβιάδης Κρασσάς, του είπε: «Ελπίζω, κύριε Παλαμά, τώρα που έχετε μια αξιοπρεπή θέση, ότι θα παύσετε... να γράφετε ποιήματα». Ευτυχώς, η ελπίδα του διαπρεπούς αστικολόγου της εποχής εκείνης διαψεύστηκε και η ελληνική τέχνη κέρδισε μια κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία.

Τον ίδιο χρόνο με τον διορισμό του εκδίδει τη συλλογή «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι», που αποτελεί σταθμό στο έργο του. Στο μικρό αυτό βιβλίο, ο ποιητής δείχνει πιο ώριμος, έχει προσωπικό τόνο, δίνει λιτά και επιγραμματικά τις συγκινήσεις που του χαρίζει ο κόσμος της ιστορίας και της ζωής, όπως επισημαίνει η ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Ο θάνατος του μικρού παιδιού του, του Άλκη, συντρίβει την πατρική του καρδιά, που ζητά τη λύτρωση στην ποίηση. Γράφει τότε τον «Τάφο» (1898), «τα λυρικά αυτά δάκρυα, που αποκρυσταλλώθηκαν σε σταλακτίτες», όπως γράφει ο κριτικός Ανδρέας Καραντώνης.

Το 1904 ο Παλαμάς κυκλοφορεί την ποιητική συλλογή «Ασάλευτη Ζωή», έργο ωριμότητας του ποιητή, όπου η αγνή συγκίνηση δένεται σφιχτά με το στοχασμό και τη γλαφυρότητα του στίχου. Ακολουθούν ποιητικές συλλογές, όπως «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας», «Πολιτεία και Μοναξιά», «Οι Βωμοί» και οι δύο μεγάλες επικές συνθέσεις του «Ο δωδεκάλογος του γύφτου» (1907) και «Η φλογέρα του Βασιλιά» (1910), που τον ανεβάζουν στην κορυφή του ποιητικού Παρνασσού. Τελευταία του ποιητική συλλογή «Οι νύχτες του Φήμιου» (1935).

Εκτός από ποίηση, ο Παλαμάς έγραψε ένα θεατρικό έργο, την «Τρισεύγενη» (1903), που ξεχωρίζει για τη γνήσια ποιητική συγκίνηση, μια σειρά διηγημάτων με καλύτερο τον «Θάνατο του Παληκαριού» και πλήθος κριτικών δοκιμίων. Το 1926 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 πρόεδρός της. Το 1934 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, καθώς η φήμη του είχε προ πολλού διαβεί τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Ιδιαίτερα τον απασχόλησε το Γλωσσικό Ζήτημα.

Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του, αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα (προσωρινή απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο). Αξιοσημείωτη ήταν η στάση του στα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά.

Ο Κωστής Παλαμάς πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 και η κηδεία του την επομένη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών εξελίχθηκε σε αντικατοχικό συλλαλητήριο.

Η συνεισφορά του Κωστή Παλαμά στα ελληνικά γράμματα υπήρξε τεράστια. Ανανέωσε σημαντικά την ποιητική μορφή, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες της λογοτεχνικής μας παράδοσης, από τον Όμηρο και τον Ρωμανό τον Μελωδό, ως τον Κάλβο, τον οποίο καθιέρωσε, και το δημοτικό μας τραγούδι.

Παράλληλα, έκανε ένα τεράστιο λογοτεχνικό άνοιγμα προς τις λογοτεχνίες της Ευρώπης, μπολιάζοντας την ποίησή του με τα σύγχρονα ρεύματα του Παρνασσισμού, του Συμβολισμού και του Ρεαλισμού. Με αγνό πανανθρώπινο ιδεαλισμό και πηγαία λυρική πνοή, ο Παλαμάς δημιούργησε μια ολόκληρη εποχή κι έγινε δάσκαλος στις νεώτερες γενιές. Δίκαια, λοιπόν, θεωρείται, ύστερα από τον Διονύσιο Σολωμό, ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

1) Εμείς οι εργάτες…
2) Η Ελιά
3) Η Ξενητεμένη
4) Κύπρος
5) Κύπρος
6) Ο Διγενής και ο Χάροντας
7) Οι λύκοι
8) Ολυμπιακός Ύμνος
9) Παύλος Μελάς
10) Στη νεολαία μας
11) Το τραγούδι του τρελλού

Αποφθέγματα

1) Τα μεγάλα ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζουν στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τους χτίζει παλάτια. Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν και ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει.  

2) Το μεγαλείο δέν μετριέται μέ τό στρέμμα άλλά μέ τής καρδιάς τό πύρωμα καί μέ τό αίμα. 

.........................
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/769

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Σκάνδαλο διαχείρισης στην Περιφέρεια Αττικής και τον ΕΔΣΝΑ


 

 

 

 

 

 

 

 

  Ένα σύστημα αδιαφάνειας και κατασπατάλησης

14-2-2025

Αγαπητές/οί καλησπέρα σας,

Τα πορίσματα του Σώματος Ορκωτών Λογιστών για τη διαχείριση των οικονομικών της Περιφέρειας Αττικής και του Ειδικού Διαβαθμιδικού Συνδέσμου Νομού Αττικής (ΕΣΔΝΑ) την περίοδο 2020-2023 αποκαλύπτουν ένα ανησυχητικό μοτίβο αδιαφάνειας, ευνοιοκρατίας και κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος. Οι ευθύνες της διοίκησης Πατούλη είναι βαρύτατες, και η πλήρης διαλεύκανση της υπόθεσης δεν είναι μόνο νομική αναγκαιότητα, αλλά και ηθική υποχρέωση απέναντι στους πολίτες.

Διαγωνισμοί ύψους 299 εκατ. ευρώ καταλήγουν με μόλις μία έγκυρη προσφορά, διαμορφώνοντας ένα σκηνικό προσυμφωνημένων αναθέσεων. Οι εκπτώσεις που δίνονται είναι αμελητέες, οι συμμετοχές διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείεται κάθε πραγματικός ανταγωνισμός, και τα αποτελέσματα να είναι προδιαγεγραμμένα. Παράλληλα, εκατοντάδες απευθείας αναθέσεις εντείνουν τις ανησυχίες για αδιαφανείς διαδικασίες και κατασπατάληση δημοσίου χρήματος δημιουργώντας μια σκοτεινή ζώνη διαχείρισης των οικονομικών της Περιφέρειας Αττικής.

Απέναντι σε αυτές τις αποκαλύψεις, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη:

 • Να υπάρξει πλήρης διερεύνηση των στοιχείων και απόδοση ευθυνών όπου προκύπτουν.

 • Να ενισχυθούν οι μηχανισμοί ελέγχου και διαφάνειας στις διαδικασίες ανάθεσης έργων.

 • Να εφαρμοστούν αυστηρότερα μέτρα εποπτείας, ώστε να διασφαλιστεί ότι το δημόσιο χρήμα αξιοποιείται προς όφελος των πολιτών.

Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνει χωρίς συνέπειες. Η Δικαιοσύνη οφείλει να κινηθεί γρήγορα και αποφασιστικά, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη στην πολιτική και διοικητική ηθική. Δεν μπορεί να υπάρχει καμία ανοχή σε πρακτικές που υπονομεύουν το δημόσιο συμφέρον, απομυζούν κρατικούς πόρους και υποβαθμίζουν τις ζωές των πολιτών. Οι ένοχοι πρέπει να λογοδοτήσουν και η διαφάνεια να γίνει επιτέλους πράξη, όχι απλώς ένα επικοινωνιακό αφήγημα. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολύ σοβαρά για να αγνοηθούν και οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν την πολυτέλεια να κλείσουν τα μάτια μπροστά σε ένα τόσο εκτεταμένο σκάνδαλο.

Η διοίκηση της Περιφέρειας οφείλει να διασφαλίσει ότι όλες αυτές οι υποθέσεις θα εξεταστούν εις βάθος και ότι οι υπεύθυνοι θα λογοδοτήσουν. Η υπόσχεση για «πλήρη διαφάνεια» δεν πρέπει να είναι μια κενή ρητορική αναφορά, αλλά μια δέσμευση που θα τηρηθεί μέχρι τέλους.

Απέναντι σε αυτές τις αποκαλύψεις, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μπορεί να μείνει σιωπηλή. Ένα τέτοιο σκάνδαλο δεν πρέπει να συγκαλυφθεί, καθώς αφορά μια διοίκηση που η ίδια είχε στηρίξει.

Μήπως η αποπομπή Πατούλη και η επιλογή Χαρδαλιά στη θέση του δεν ήταν τελικά ένα τυχαίο γεγονός;

Μήπως οι υπουργοί της κυβέρνησης Μητσοτάκη να σταματήσουν να στηρίζουν δημόσια τα έργα και τις ημέρες του κ. Πατούλη;

Ως Αττικός Κύκλος Συνεργασίας και Εμπιστοσύνης ζητούμε την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης γιατί για εμάς η διαφάνεια και η χρηστή διοίκηση αποτελούν θεμελιώδεις αρχές που δεν μπορούν να τίθενται υπό αμφισβήτηση.

Οι πολίτες της Αττικής δεν αντέχουν άλλες σκιές διαφθοράς και κακοδιαχείρισης.

 

Με εκτίμηση,

Εκ του γραφείου

ΑΤΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ 

Συνεργασίας & Εμπιστοσύνης

 



Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

Γιούρι Γκαγκάριν επισκέπτεται την Αθήνα στις 12 Φλεβάρη 1962

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Σαν σήμερα 12 Φλεβάρη το 1962 ο σοβιετικός κοσμοναύτης Γιούρι Γκαγκάριν, ο πρώτος άνθρωπος που ταξίδεψε στο διάστημα, επισκέπτεται την Αθήνα.

Ο Γιούρι Γκαγκάριν έγινε ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε πτήση στο Διάστημα, που στις 12 Απρίλη του 1961 με το διαστημόπλοιο "Βοστόκ - 1" έκανε μια περιστροφή γύρω από τη Γη σε ύψος 302 χιλιομέτρων, ταξιδεύοντας για 108 λεπτά με ταχύτητα περίπου 30.000 χιλιομέτρων την ώρα...

Ο Γκαγκάριν ήταν αεροπόρος κοσμοναύτης της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ), σμήναρχος ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ).
Προερχόταν από αγροτική οικογένεια.
Σε επαγγελματική σχολή απέκτησε την ειδικότητα του εφαρμοστή χυτηρίου.
Εκπαιδεύτηκε στην Αεροπορική Λέσχη του Σαράτοφ και στη συνέχεια στην 1η Στρατιωτική Αεροπορική Σχολή Χειριστών.
Το 1960, ως ένας από τους ικανότερους και γενναιότερους αεροπόρους, εντάχθηκε στην ομάδα των κοσμοναυτών.
Το 1968 τελείωσε τη Στρατιωτική Αεροπορική Ακαδημία της Μόσχας.
Εμπνεόταν από τον αγώνα της σοβιετικής εξουσίας να μεταμορφώσει την καθυστερημένη καπιταλιστική Ρωσία σε μια σύγχρονη και ισχυρή χώρα, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τα μέσα που του έδωσε για να πετάξει ψηλά, ψηλότερα από κάθε άλλον και να γυρίσει πίσω προσφέροντας σε ολόκληρη την ανθρωπότητα σημαντικές γνώσεις.
Με την πτήση του αυτή, ο Γκαγκάριν, έγινε αιώνιο σύμβολο του δυναμισμού και του πρωτοποριακού και φιλειρηνικού χαρακτήρα του σοσιαλισμού, που κατέγραψε πολλές πρωτιές στην εξερεύνηση του Διαστήματος, με επανδρωμένες και αυτόματες αποστολές.
Ο Γκαγκάριν δίκαια έγινε αιώνιο σύμβολο. Έγραψε το όνομά του και το όνομα της σοσιαλιστικής του πατρίδας μια για πάντα στ' αστέρια.
Επιστρέφοντας στη Γη δέχτηκε υποδοχή ήρωα, όχι μόνο στην πατρίδα του, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο όπου περιόδευσε ως πρέσβης καλής θέλησης.

Οι Έλληνες αποθέωσαν τον πρώτο αστροναύτη, το 1962 όταν επισκέφτηκε την Αθήνα κι ανέβηκε στον Παρθενώνα έναν χρόνο μετά το ηρωικό κατόρθωμά του, που δείχνουν τη διεθνή ακτινοβολία αυτής της επιτυχίας της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ), της πρώτης χώρας του σοσιαλισμού.

Σε συνέντευξη Τύπου, ανάμεσα σε άλλα, σημείωσε:
«Είναι φυσικό η χώρα που είναι πρωτοπόρος στην εξέλιξη των επιστημών, να έχει και την πρωτοβουλία στο Διάστημα. Συμβάλλει όμως επίσης και η έφεση του λαού μιας χώρας, η στάση της κυβέρνησης, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της και άλλοι επίσης παράγοντες. Και εφ' όσον η χώρα μας σε όλους αυτούς τους τομείς προηγείται, είναι φυσικό να προηγείται και στον τομέα των διαστημικών πτήσεων».

Και τίμησαν και θα τιμούν πάντα το όνομα αυτού του ήρωα, Ο άθλος του Γκαγκάριν, τα επιτεύγματα της Αστροναυτικής στα κατοπινά χρόνια και σήμερα έχουν τεράστια επιστημονική και πρακτική αξία και σημασία για έναν κόσμο ειρηνικό.

Καθώς τα χρόνια περνούσαν, άρχισε να νιώθει την ανάγκη να ξαναπετάξει. Δεν επαναπαύθηκε στις δάφνες του ούτε βολεύτηκε σε κάποιον τομέα δουλειάς εκτός κινδύνου. Ετσι, το 1967 ξεκίνησε εκπαίδευση για την πρώτη πτήση με διαστημόπλοιο «Σογιούζ». Παράλληλα ήταν και πιλότος δοκιμών των νέων αεροσκαφών που κατασκεύαζε η ΕΣΣΔ.

Στις 27 Μάρτη του 1968, σε ηλικία 34 ετών, ο άφοβος Γιούρι Γκαγκάριν σκοτώνεται πάνω στο καθήκον, κατά τη συντριβή του αεριωθούμενου που δοκίμαζε. Το θάνατό του πένθησαν άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Οι στάχτες του θάφτηκαν μαζί με τις στάχτες των άλλων ηρώων της Σοβιετικής Ενωσης στο τείχος του Κρεμλίνου. Προς τιμήν της μεγάλης συνεισφοράς του στην εξερεύνηση του Διαστήματος, δόθηκε το όνομά του σε έναν κρατήρα στην αθέατη πλευρά της Σελήνης.

ΑΘΑΝΑΤΟΣ
[*]- Το περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης» με συνέντευξη του Γιούρι Γκαγκάριν, ενόψει της επίσκεψής του στην Αθήνα

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Πώς η Ελλάδα κυνηγούσε τον Νίκο Καζαντζάκη για να μην πάρει το βραβείο Νόμπελ



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 by filoitexnisfilosofias
07/02/25 στις 06:29
από ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

https://filoitexnisfilosofias.com/%cf%80%cf%8e%cf%82-%ce%b7-%ce%b5%ce%bb%ce%bb%ce%ac%ce%b4%ce%b1-%ce%ba%cf%85%ce%bd%ce%b7%ce%b3%ce%bf%cf%8d%cf%83%ce%b5-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%ba%ce%b1%ce%b6%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b6%ce%ac%ce%ba%ce%b7/

Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αλμπέρ Καμύ: «…Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο..».

Η ιστορία της διεκδίκησης, της αναμενόμενης οριστικής θετικής απόφασης και τελικά της ματαίωσης της απονομής του Βραβείου Νομπέλ στον Νίκο Καζαντζάκη κράτησε 11 ολόκληρα χρόνια. Θεωρώ ότι το είχαμε μέσα στα χέρια μας. Και το σκοτώσαμε. Ολα αυτά τα χρόνια, 1946-1957, η Ελλάς όχι μόνο κυνηγούσε τον Καζαντζάκη να μην πάρει το Νομπέλ, αλλά σε αντιπερισπασμό προέβαλλε άλλο συγγραφέα… αξιότερό του. Και απαξίωνε τον άξιο. Ουσιαστικά τον εξέβαλε από τον προθάλαμο της βράβευσης.

 

Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος πήρε το Νομπέλ το 1957, σε γράμμα του προς την Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «…Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα…».

 

Για πρώτη φορά η υποψηφιότητα του Νίκου Καζαντζάκη για το Νομπέλ προτείνεται στη Σουηδική Ακαδημία από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών τον Μάιο του 1946. Ηταν κοινή υποψηφιότητα για τον Καζαντζάκη και τον Αγγελο Σικελιανό.

 

Νωρίτερα ο Καζαντζάκης, ως πρόεδρος της Εταιρείας και διά της Εταιρείας, είχε προτείνει για το Νομπέλ τον Σικελιανό. Οταν ύστερα πληροφορήθηκε από έρευνα στη Στοκχόλμη ότι η πρόταση μπορούσε να περιλαμβάνει πέραν του ενός πρόσωπα, ακόμη και τρία τέσσερα, επανήλθε. Και έγινε έτσι νέα πρόταση για τους δύο μαζί.

Ο Καζαντζάκης ζήτησε από τον Σικελιανό «να θελήσει να ενωθούν τα ονόματά τους αναπόσπαστα, γιατί, στην αγάπη, ένα πράμα, μοιραζόμενο, διπλασιάζεται. Και η τιμή για την Ελλάδα θα ‘ταν διπλή». (Από γράμμα του προς τον Παντελή Πρεβελάκη, 18.7.1946.) Προτάσεις στη Σουηδική Ακαδημία μπορούσαν να κάνουν ακαδημίες και ακαδημαϊκοί, λογοτέχνες και σωματεία τους, γνωστοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών.

 

Η Ακαδημία Αθηνών δεν τον πρότεινε βέβαια. Πώς άλλωστε ήταν δυνατό να προτείνει τον Καζαντζάκη για Νομπέλ, αφού μόλις τον προηγούμενο χρόνο τον είχε θεωρήσει ακατάλληλο να γίνει μέλος της, προκρίνοντας αντ’ αυτού τον Σωτήρη Σκίπη; Εντός Ακαδημίας ο Σκίπης, εκτός Ακαδημίας ο Καζαντζάκης! Εκτός και ο Σικελιανός!

 

Μαζί με την αίτησή του προς την Ακαδημία Αθηνών, τον Μάρτιο του 1945, ο Καζαντζάκης υπέβαλε και κατάλογο των έργων του: πέντε ταξιδιωτικά, δώδεκα δραματικά, τρία φιλοσοφικά, ένα ποιητικό, τέσσερα μυθιστορήματα, ένα ιστορικό, δώδεκα μεταφράσεις και πολλά παιδικά βιβλία. Αυτή ήταν ως τότε η πνευματική δημιουργία του, καθώς και μερικά άλλα που δεν περιέλαβε. Με την πάροδο του χρόνου το συγγραφικό του έργο εμεγεθύνετο και έκρουε την πύλη της Σουηδικής Ακαδημίας.

 

Δεν είναι άσκοπα δύο κατατοπιστικά λόγια για τον αδιαλείπτως τον καιρό εκείνο προβαλλόμενο από την Ελλάδα για το Νομπέλ Γεώργιο Βουγιουκλάκη. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη υπάρχει δελτίο με τα έργα του: «Το φάντασμα της γυμνής γυναίκας» το 1930, «Το φιδίσιο βλέμμα» το 1931, «Ο ξένος» το 1936, «Η Μαντάμ Ενα» και «Οι Πουλητές» το 1946 και «Η πράσινη οχιά» το 1962. Φιδίσια βλέμματα και γυμνά φαντάσματα και πράσινες οχιές. Για πράσινα άλογα δεν ξέρω αν έγραψε. Δεν είναι δυνατό να ήταν άμοιρος της ατιμίας κατά του Καζαντζάκη.

 

Γράφει στον Νίκο Καζαντζάκη, ελληνικά πάντοτε, ο φίλος του ελληνιστής και συγγραφέας ­ έγραψε βιβλίο για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία ­ Βörje Knöss από τη Στοκχόλμη στις 9.9.1956 («Νέα Εστία», τεύχος 1211, Χριστούγεννα 1977, σελ. 306): «… Η Σουηδική Ακαδημία δεν ξέρει τι να κάνει γιατί η Ακαδημία των Αθηνών και πολλοί Ελληνες έχουν προσφέρει για το Βραβείο Νόμπελ έναν κύριον που ονομάζεται Βουγιουκλάκης. Συγχρόνως έγραψαν να μη ζητήσουν οι Σουηδοί συμβουλές από εμένα γιατί είμαι «κομμουνιστής»…». Αυτός λοιπόν ο Βουγιουκλάκης δεν ανέκυψεν αιφνιδίως το 1956. Ηταν ήδη παλαιάς χρήσεως και μεταχειρισμένος από προηγούμενα χρόνια.

Ο Βörje Knöss έγραψε νωρίτερα, στις 14.12.1947, στον Γιώργο Θεοτοκά πληροφορώντας τον για μια δεκαπεντασέλιδη μπροσούρα, που κυκλοφόρησε στη Στοκχόλμη και ήταν εχθρική για τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό και λίαν επαινετική για τον έλληνα μυθιστοριογράφο Γεώργιο Βουγιουκλάκη, τον οποίο παρουσίαζε ως κορυφαίο! Και ο Knöss ρωτάει τον Θεοτοκά: Ποιος είναι αυτός; Αλήθεια, ποιος είναι αυτός; Μήπως μια πράσινη οχιά; Αποκλείεται. Ξένοι προς την Ελλάδα

 

Είναι πασιφανές ότι ο Νίκος Καζαντζάκης καταπολεμάται σφοδρώς από την πατρίδα του, η οποία είχε χαρακτηρίσει «σκάνδαλο» τον διορισμό του στην UNESCO, στο Παρίσι, το 1946. Εφερε ο Καζαντζάκης, μαζί με τον Σικελιανό, ένα μεγάλο προπατορικό αμάρτημα. Σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής («Εστία», 31.8.1946), ήσαν και οι δύο «υποψήφιοι των σφαγέων του Δεκεμβρίου» και «τελείως ξένοι προς την Ελλάδα». Η προσπάθειά τους για το Νομπέλ «ολίγον διαφέρει της απάτης» έκρινεν ακόμη η εφημερίδα. Το σχόλιό της εστέγασε κάτω από τον τίτλο: «Μια διεθνής απάτη». Διεθνής απατεώνας ο Καζαντζάκης, διεθνής απατεώνας ο Σικελιανός. Για διαπλοκές και διαπλεκόμενα δεν τους έγραψαν! Ησαν όμως «άνθρωποι της Μόσχας» και «Εαμοσλάβοι»! Στην Αθήνα γινόταν και κατάσχεση βιβλίων του Καζαντζάκη από την Αστυνομία.

 

Ο Καζαντζάκης εξαρχής εργάστηκε πολύ προς την κατεύθυνση του Νομπέλ, κινητοποιώντας φίλους του ή φίλους φίλων του. Μέσω φίλων, π.χ., επιδιώκει τη συμπαράσταση του πρέσβεως της Ελλάδος στη Νορβηγία Δημητρίου Λάμπρου, του πρέσβεως Επαμεινώνδα Πανά στη Στοκχόλμη, ακόμη και του αντιπροσώπου της Ελλάδος στην UNESCO Αλεξάνδρου Φωτιάδη. Για την ελληνική πρεσβεία στις Βρυξέλλες γράφει ότι «του είναι εχθρικό έδαφος».

 

Αυτό το εχθρικό έδαφος στη συνέχεια θα επεκταθεί και θα γίνει ναρκοπέδιο. Και θα οργανωθεί καλύτερα και το ελλαδικό επιθετικό φουσάτο. Στην προσπάθειά του ο Καζαντζάκης έγραψε επιστολή και στον Αρχιεπίσκοπο της Ουψάλας της Σουηδίας επιζητώντας τη βοήθειά του. Θετική είναι η πληροφορία μου αυτή και απλώς αναζητώ το κείμενο.

Η υπόθεση Καζαντζάκη γίνεται ευρύτερα γνωστή και προκαλεί συμπάθειες, ενώ ο συγγραφέας ολοέν και περισσότερο με το έργο του κατακτά τη διεθνή αναγνώριση. Το 1952 οι νορβηγοί συγγραφείς ­ η Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών ­ τον προτείνουν ομοθύμως ως υποψήφιο για το Νομπέλ. Η Νορβηγία προσφέρεται να του δώσει νορβηγική υπηκοότητα και νορβηγικό διαβατήριο. Εκείνος ευχαριστεί, αλλά αρνείται να αποδεχθεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αποποιήθηκε παρόμοια πρόταση, έστω και αν θα του έλυνε μεγάλα προβλήματα.

 

Οι βιοτικές του συνθήκες ήσαν άσχημες. Η ανέχεια τον βασανίζει. Λίγο αργότερα θα γράψει: «…πια έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο…» και εν συνεχεία: «βράζει η ψυχή μου και λαχταρώ να λυτρωθώ από την οικονομική ανάγκη». Είναι και άρρωστος. Το 1952 του παρουσιάζεται σοβαρή μόλυνση στο δεξί μάτι, το οποίο τελικά έχασε τον επόμενο χρόνο. Τότε και άλλο πρόβλημα υγείας, μάλλον από ιατρικό λάθος, τον έφερε στα πρόθυρα του θανάτου.

 

Ο φίλος του Βörje Knöss ζητεί την άδειά του να κάνει έκκληση από το ραδιόφωνο και, «σε μια ώρα» του γράφει «θα μαζέψω όσα χρήματα χρειάζονται να κάνετε την καλύτερη θεραπεία του κόσμου». Αλλά αρνείται να το δεχθεί ο σαρανταπληγιασμένος ετούτος σκληροτράχηλος Κρητικός, που πάλευε με τον Χάρο σφίγγοντας στα δόντια του σαν ιερή πικροδάφνη τον καημό και το όραμα της διώκτριας μητρός πατρίδος Ελλάδος.

 

Σαν τον αρχαίο τυφλό ραψωδό υμνεί τα κλέη της πατρίδος του. Και σαν σύγχρονος αρχέτυπος Οδυσσέας απλώνει τους οραματισμούς του πάνω και πέρα από τους ορίζοντες των ανθρώπων χαράσσοντας πορεία για την ανθρωπότητα.

Και όμως. Ούτε καν ανανέωση ή θεώρηση διαβατηρίου του έδιναν εύκολα τα ελληνικά προξενεία για να μπορεί να διακινείται. Και για εκείνον τα όνειρα και τα ταξίδια ήσαν «ευεργέτες». Για κάθε χώρα χρειαζόταν «βίζα». Τον παίδευαν κυριολεκτικά κάθε φορά, αλλά και ενίοτε δεν του την έδιναν.

 

Έγραψε ο Καζαντζάκης ένα τέτοιο περιστατικό στον Παντελή Πρεβελάκη στις 5.7.1951 από την Αντίμπ: «…Όλα ήταν έτοιμα (pension που θα μένω, άδεια γαλλική, visa ιταλικό) για να πάω στη Φλωρεντία ­ κι η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο! Εχω προξενικό διαβατήριο ­ κι αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε· με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ’ εξοντώσουν…».

 

Όταν ο Νίκος Καζαντζάκης, ετών 41, και η Ελένη Σαμίου, ετών 20, πρωτοσυναντήθηκαν τον Μάιο του 1924 στην Αθήνα και συνέχεια στη Ραφήνα, ο ένας διάβασε μέσα στα μάτια του άλλου το αλληλένδετο πεπρωμένο του. Και όταν αποφάσισαν να δεθούν μεταξύ τους και θαρραλέως να συζούν, πριν ακόμη από τον γάμο, ο Νίκος είπε στην Ελένη ότι η αγάπη τους είναι μονόδρομος, δρόμος χωρίς επιστροφή. Της είπε ακόμη ότι στη ζωή τους θα βρουν δυσκολίες πολλές, μπορεί και «να πουν το ψωμί ψωμάκι». Και το είπανε. Ενα πράγμα όμως δεν θα της συμβεί ποτέ μαζί του, να πλήξει.

Δεν έπληξε ποτέ. Και στάθηκε στον «πούντον» της, όπως λέμε στην Κύπρο. Σε όλες τις αντίξοες ώρες η Ελένη με αυταπάρνηση του συμπαραστάθηκε και τον γλύκαινε. Και στις ευτυχισμένες ώρες τού έκανε τη γη παράδεισο. Έγινε αθλητίνα και συναθλητίνα του, «γενναία συντρόφισσα στον εδικό του ανήφορο».

 

Έβγαινε τότε ταπεινά η Ελένη στα πάρκα της Αντίπολης ­ πόσο θυμίζει τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού ­ και μάζευε φοινίκια κάτω από τις φοινικιές. Τα πλένει, τα βάφει, τα τρυπάει, τα περνά σε πλαστική κλωστή και τα πουλάει στους τουρίστες. Και σώζει έτσι ξανά τον άνθρωπό της, όπως τον έσωσε και πριν στην Αίγινα, τον καιρό της ναζιστικής Κατοχής και της μεγάλης πείνας. Γι’ αυτό και όχι αδίκως εκείνος της πλέκει ύμνο μέγα στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «…είχαμε καλή γυναίκα, εσένα την έλεγαν Χερώνυμα, εμένα Ελένη. Τι τύχη ήταν ετούτη, παππού μου! Πόσες φορές, κοιτάζοντάς τις, δεν είπαμε κι οι δυο από μέσα μας: «Βλογημένη να ‘ναι η ώρα που γεννηθήκαμε!»…». (Κεφάλαιο: Επίλογος.)

 

Σε μια πρεσβεία μας δεν του έδωσαν καρέκλα να καθίσει και τον άφησαν να περιμένει, όταν επήγε μαζί με τη σύζυγό του Ελένη να ζητήσουν θεώρηση διαβατηρίου. Και επιπλέον υβρίστηκε. Το ίδιο εκείνο βράδυ, στην ίδια πόλη, η κινεζική πρεσβεία του παρέθετε επίσημο δείπνο! Ήταν στα τελευταία του τότε ο Νίκος Καζαντζάκης. Και είχε τη διαίσθηση του συντόμως επερχόμενου θανάτου του. Στις 6 Ιουνίου 1957 έγραψε στο ημερολόγιό του:

 

«Αποχαιρετώ τα πάντα, τα πάντα με αποχαιρετούν· το παραμύθι παίρνει τέλος». Και πέθανε σε λιγότερο από πέντε μήνες. Και η πατρίδα του στο διάστημα τούτο και νωρίτερα να τον προπηλακίζει μέσα σε εθνικό της έδαφος ­ οι πρεσβείες θεωρούνται εθνικό έδαφος της κάθε αντίστοιχης χώρας ­ και να τον σταυρώνει μέσα στο ξένο έδαφος, στην είσοδο της Σουηδικής Ακαδημίας καθώς ανέμενε το σίγουρο Βραβείο Νομπέλ. Δεν είναι αυτά μια τραγωδία; Τραγωδία του Καζαντζάκη, τραγωδία της Ελλάδας;

Ποιος τα ξέρει αυτά; Ποιος πολιτειακός παράγοντας πήγε ποτέ στον τάφο του για να απολογηθεί γι’ αυτές τις κρατικές βαναυσότητες; Και να καταθέσει όχι λουλούδια, παρά ένα πανέρι με φρούτα. Το είπε κάποτε ο ίδιος: Οταν μου φέρετε φρούτα στον τάφο μου, θα αναστηθώ. Τον ανασταίνουμε σήμερα ή συνεχώς τον ξανασταυρώνουμε; Πιστεύω ότι συμβαίνουν και τα δύο. Τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη

 

Δεν ήταν μόνο το 1957 που αναμενόταν η βράβευση του Καζαντζάκη, αλλά και κατά τον προηγούμενο χρόνο. Το 1956 φαινόταν πλέον ότι είχε έλθει η σειρά του. Δέχθηκε και τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη ότι ήταν δικό του το Βραβείο. Το απένειμαν όμως στον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Και πληροφορείται μετά ότι «ήταν ο ευνοούμενος υποψήφιος ως την τελευταία στιγμή». Αυτά του διεβίβασε ο φίλος του Max Tau, κριτικός, στα μέσα και στα έξω, Γερμανοεβραίος που επολιτογραφήθη Νορβηγός. Με μεγαλόκαρδη ανωτερότητα συγχαίρει θερμά τον Χιμένεθ ο Καζαντζάκης, γνωστό και φίλο από χρόνια πολλά.

 

Με όσα εγκύρως άκουσα και ξέρω τα τελευταία 30 χρόνια, ένας λόγος της επιμονής του Καζαντζάκη να πάρει το Βραβείο Νομπέλ ήταν και ο οικονομικός. Πρώτα, για να διασφαλίσει την Ελένη για το μέλλον. Και μετά για τον ίδιο, τα χρήματα από το Νομπέλ θα του απόδιωχναν τις έγνοιες και τις σκοτούρες και θα του επέτρεπαν απρόσκοπτη αφοσίωση στη συγγραφή, που ήταν πάντοτε ο πόθος του. Και ήθελε ακόμη, και αυτό ήταν το κορυφαίο σημείο στη συνείδησή του εν προκειμένω, να δώσει μεγάλη χαρά και τιμή στην Ελλάδα και στην Κρήτη του. Αποστρεφόταν τη Μελάδα και τους Ελληνάδες, όχι την Ελλάδα, «την Ελλάδα την αιώνια που κουβαλούσε μέσα του». «Μελάδα» είπε την Ελλάδα ο Αλέξης Μινωτής λόγω Μελά.

 

Η είδηση για τον απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957 στον Αλμπέρ Καμύ βρήκε τον Καζαντζάκη νοσηλευόμενο στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Είπε τότε στην Ελένη του: «Λένοτσκα, ελάτε να με βοηθήσετε να στείλουμε ένα καλό τηλεγράφημα. Ο Χιμένεθ, ο Καμύ, να δύο άνθρωποι που άξιζαν το Νόμπελ! Εμπρός, ελάτε να στείλουμε κάτι θερμό!».

Ο Καμύ απάντησε αργότερα στη χήρα πλέον Ελένη Ν. Καζαντζάκη:

 

«…Έτρεφα πάντα μεγάλο θαυμασμό και, αν το επιτρέπετε, ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. Είχα τη χαρά να μπορέσω να εκδηλώσω και δημοσία στην Αθήνα αυτό το θαυμασμό, σε μια εποχή που η επίσημη Ελλάδα έκανε «μούτρα» στον πιο μεγάλο της συγγραφέα. Ο τρόπος, που δέχτηκε το φοιτητικό μου ακροατήριο αυτή τη μαρτυρία του θαυμασμού μου, αποτελούσε την πιο ωραία αναγνώριση που μπορούσε να λάβει το έργο και η δράση του συζύγου σας.

 

Και ακόμα δεν ξεχνώ ποτέ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα. Λίγο αργότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμα αυτό ήταν γραμμένο λίγες μέρες πριν πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες. Είμαι από εκείνους που αισθάνονται και θα εξακολουθήσουν να αισθάνονται το μεγάλο κενό που άφησε».

 

Με το γράμμα αυτό ο τίμιος και γενναίος Καμύ σαν να κατέθετε το Νομπέλ του στη μνήμη του Καζαντζάκη.

 

Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 η φήμη του Καζαντζάκη άρχισε πλέον να απλώνεται σε όλες τις ηπείρους. Η διεθνής αναγνώριση τού διάνοιγε τον δρόμο προς το Βραβείο, το οποίον ακοιμήτως ναρκοθετούσε η Ελλάς. Να τον αφήσει να πάρει το Νομπέλ; Αδύνατον. Ακόμη και μυστικούς αστυνομικούς έστελναν τότε στην Αντίμπ, οι οποίοι υπεδύοντο τους δημοσιογράφους για να τον κατασκοπεύσουν!

Η ματαίωση της απονομής του Νομπέλ στον Καζαντζάκη υπήρξε σαφώς ελληνικός άθλος. Ευτελές εργαλείο αυτής της ασχημοσύνης ήταν ο Σπύρος Μελάς, συνεργαζόμενος με τον έλληνα πρέσβη στη Στοκχόλμη Πίνδαρο Ανδρουλή, ο οποίος δρούσε βάσει οδηγιών από το κέντρο, την Αθήνα. Δεν ήταν δυνατό να συμβεί διαφορετικά. Τι είχε με τον Καζαντζάκη ο Μελάς; Φθόνο, μίσος, αντιζηλία; Ισως όλα, και μαζί έχθρα και φοβερή ζήλια. Ηταν και Κρητικός ο Καζαντζάκης. Τον καιρό της γερμανικής Κατοχής ο Μελάς αρθρογραφούσε στην ελεγχόμενη τότε από το κατοχικό καθεστώς εφημερίδα «Η Καθημερινή». Κατά την εισβολή των Γερμανών στην Κρήτη, προέτρεψε τους Κρητικούς να μην αντισταθούν, αλλά να καλωσορίσουν τους Γερμανούς.

 

Οσον αφορά τον πρέσβη Ανδρουλή, είναι χαρακτηριστικό το ξέσπασμα του Νίκου Καζαντζάκη σε επιστολή του προς τον Knöss στις 22.7.1951 για τον θάνατο του Αγγελου Σικελιανού: «Εκεί καταντήσαμε. Αυτό δείχνει

 

ποιοι άνθρωποι, ποιοι Ανδρουλήδες, κυβερνούν σήμερα την Ελλάδα». Το όνομα προσώπου έγινε δείγμα ποιότητας και συμπεριφοράς.

 

Γράφει ο Βörje Knöss στον Γιώργο Θεοτοκά στις 9.3.1951: «…Τώρα δεν θέλω παρά να σας επισημάνω με δυο λόγια και εντελώς εμπιστευτικά ότι ο κ. Σπύρος Μελάς βρίσκεται στη Στοκχόλμη, σαν εκπρόσωπος της Ακαδημίας Αθηνών και των Ελλήνων Συγγραφέων.

 

Τον είδα και κουβέντιασα πολύ λίγο μαζί του. Τον γνώριζα ήδη από τη φήμη του, όχι προσωπικά, αλλά οι συμπατριώτες μου και οι εφημερίδες εδώ, που δεν ξέρουν τίποτα, νομίζουν πως είναι ο πιο διακεκριμένος συγγραφέας της Ελλάδας. Ο πρέσβης της Ελλάδα στη Σουηδία είναι της ίδιας γνώμης, όπως φαίνεται. Κάνω ό,τι μπορώ για να διορθώσω τις παρεξηγήσεις, αλλά η φωνή μου πνίγεται από το μεγάλο θόρυβο που δημιούργησαν…». Τον πρέσβη Πίνδαρο Ανδρουλή ο Knöss χαρακτηρίζει «παρα πολύ αντιπροοδευτικό» και «πολύ φίλο του κ. Σπύρου Μελά». (9.10.1957)

Σε άλλη επιστολή του προς τον Θεοτοκά στις 29.3.1951 ο Βörje Knöss συμπληρώνει: «…Είμαι πολύ στενοχωρημένος για όλον αυτόν το θόρυβο που δημιούργησε εδώ ο κ. Σπύρος Μελάς. Εγινε δεκτός από τον βασιλέα, πράγμα που δεν έχει σημασία. Αλλά το χειρότερο είναι ότι πήγε και επισκέφθηκε μερικά μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας ­ τον κ. Οντερλινγκ, μόνιμο γραμματέα, και τον κ. Τάλλμπεργκ ­ και έκαμε το παν για να συκοφαντήσει τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη, που, για κείνον, ήταν «κομμουνιστές» και τους βλέπουν με πολλή δυσμένεια στην Ελλάδα.

 

Ερχόμενος με την ιδιότητα του μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, αντιπροσώπευε ο ίδιος την αληθινή νέα ελληνική λογοτεχνία! Ηθελε μάλιστα να μεταφράσω μερικές νουβέλλες που έχει δημοσιεύσει. Εκανα γνωστή στους φίλους μου ποια ήταν η αλήθεια στα λόγια του και έκανα ό,τι μπορούσα για να διορθώσω τις παρεξηγήσεις και τα λάθη που θα μπορούσαν να γίνουν. Δυστυχώς παρ’ όλα αυτά μερικές εντυπώσεις μένουν…».

 

Ο Knöss σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη (28.10.1954) προχωρεί περισσότερο: «…Τρέχει λόγος εδώ: πως η βασίλισσα της Ελλάδος έχει γράψει στη Σουηδικήν Ακαδημία ή στον Βασιλιά για να ξεσυμβουλεύσει να δοθεί το Βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Ελληνες, γιατί θα ‘ναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξονικών(!)…». Εχει χάρη και γραφικότητα ο ελληνικός λόγος του Knoss. Η δική μου ερμηνεία του κειμένου αυτού είναι να πάρουν πίσω την απόφαση για να δώσουν το Νομπέλ στον Καζαντζάκη. Και υπεισέρχονται εδώ και οι «Αγγλοσαξονικοί», δηλαδή οι Αγγλοι.

 

Γνωρίζοντας και από άλλες περιπτώσεις την πολυπραγμοσύνη της βασίλισσας Φρειδερίκης ­ τριάντα χρόνια υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας διετέλεσα ­ δέχομαι ως γενόμενη αυτή την παρέμβασή της εναντίον του Καζαντζάκη. Η ίδια η Φρειδερίκη, π.χ., τηλεφώνησε στον αείμνηστο Εθνάρχη Μακάριο στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 1959 και τον πίεσε να δεχθεί και να προσυπογράψει τη Συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στη Ζυρίχη για λύση του Κυπριακού. Πρόκειται για τις γνωστές Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Τι της έπεφτε λόγος να παρέμβει; Αν από πλευράς τους κρινόταν σωστό ή αναγκαίο, ας τηλεφωνούσε ο Βασιλιάς Παύλος. Γιατί όχι λοιπόν και σ’ αυτή την περίπτωση;

 

Είναι γνωστό ότι «έκανε τού κεφαλιού της», αλλά αυτά δεν είναι της παρούσης στιγμής. Πρέπει όμως να της αναγνωρίσω ότι έκανε και θετική παρέμβαση για τον Καζαντζάκη, με σκοπό ουσιαστικά τη διαφύλαξη του διεθνούς γοήτρου της Ελλάδας. Παρενέβη το 1954 στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για αποτροπή του αφορισμού του Καζαντζάκη. Και ο Καζαντζάκης τελικά δεν αφορίστηκε. Και άλλοι συνέτειναν βέβαια. Αλλά το σωστό να λέγεται. Την είχε παρακινήσει για τούτο η Μαρία Βοναπάρτη, πριγκίπισσα Γεωργίου της Ελλάδος.

Σ’ αυτή την ατελείωτη διελκυστίνδα για Καζαντζάκη και Νομπέλ εμπλέκεται και η Κύπρος, με το Κυπριακό πρόβλημα, που κορυφώθηκε με τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα από το 1955-1959.

 

Ο Καζαντζάκης ζώντας, έστω, μακριά στην Αντίμπ παρακολουθούσε εναγωνίως τα διαδραματιζόμενα στην Κύπρο και ύψωνε διαρκώς κραυγή συμπαράστασης προς τη μαρτυρική Μεγαλόνησο και καταδίκης της αγγλικής κατοχής. Περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον έλληνα συγγραφέα ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε τα μαχητικότερα κείμενα και υπερασπίστηκε την Κύπρο και τα δίκαιά της, αρχίζοντας τούτο από τότε που την επισκέφθηκε, μία και μοναδική φορά, τον Μάιο του 1926.

 

Ο Βörje Knöss, εκτός από την προηγούμενη αναφορά για τους «Αγγλοσαξονικούς», είπε ειδικά για την Κύπρο σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη στις 18.5.1956: «…Μου φαίνεται απίθανον, μα η ανοησία και η κακοσύνη των ανθρώπων υπερβαίνουν όλα τα όρια, και το ζήτημα της Κύπρου σκοτεινιάζει όλα τα πνεύματα. Παντέρμη Ελλάδα, που πάντα είναι καταβολή στο παίξιμο των Μεγάλων Δυνάμεων! Και λυπούμαι απ’ όλη την καρδιά μου τους δυστυχείς Κυπριώτες, που οι Εγγλέζοι τόσο τους αδικούν…».

Σηκώνονται οι λίγες τρίχες της κεφαλής μου αναλογιζόμενος ότι αυτοί οι άθλιοι ίσως να καπηλεύτηκαν και την εθνική υπόθεση της Κύπρου για να ματαιώσουν την απονομή του Βραβείου Νομπέλ στον Καζαντζάκη! Δεν το αποκλείω. Αλλά δεν αποκλείω από όσα γράφει και όπως τα γράφει ο Βörje Knöss και αγγλική ανάμειξη! Αυτή τη στιγμή που χαράσσω στο χαρτί αυτές τις σκέψεις μού έρχεται στον νου η επίσημη πληροφορία από το Βρετανικό Δημόσιο Αρχείο στο Λονδίνο, που μου εδόθη πριν από λίγα χρόνια: Ότι τα έγγραφα που αφορούν τον Νίκο Καζαντζάκη δεν δημοσιοποιήθηκαν όλα.

 

Μετά τη συμπλήρωση της τριακονταετίας από της ημερομηνίας τους μερικά ετέθησαν στη διάθεση του κοινού. Πρόκειται για προγράμματα επισκέψεών του στο Λονδίνο και άλλα σχετικά, ενδιαφέροντα, αλλά όχι και τόσο σπουδαία. Αλλα έγγραφα, είπαν, θα ανοιχτούν 50 χρόνια μετά τον θάνατό του και, αν καλώς ενθυμούμαι, άλλα μετά 100 χρόνια. Αυτή είναι η θεσμική πρακτική τους όταν πρόκειται για σημαντικά πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν σάλο.

 

Άρα κάτι το πολύ σοβαρό αποκρύπτεται και, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να είναι άλλο σχετικό με τον Καζαντζάκη, δεν βλέπω άλλο, παρά το Βραβείο Νομπέλ. Δηλαδή η καταπολέμηση της υποψηφιότητάς του.

Διότι ο Καζαντζάκης είχε γράψει σκληρά κατηγορητήρια κατά της αγγλικής αποικιοκρατικής κατοχής της Κύπρου. Και οι Άγγλοι δεν ξεχνούν και εκδικούνται!

 

Θα πει ενδεχομένως κανείς: Μα και σ’ αυτό θα ανακατέψουμε τους Άγγλους; Είδα με τα μάτια μου στο Βρετανικό Δημόσιο Αρχείο έγγραφο της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, που προφανώς είχε παραπέσει κατά τη διαλογή για ταξινόμηση, με πληροφορίες δοθείσες από επώνυμο Έλληνα λόγιο και διανοούμενο για τα φρονήματα των λογοτεχνών και των πνευματικών ανθρώπων στην Ελλάδα. Και ανάμεσά τους, σαν πολύ κομμουνιστές φιγουράριζαν ψηλά ψηλά ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός. Είδα και διάβασα ακόμη έγγραφα πολλά ­ δημοσιεύτηκαν και σε βιβλίο ­ για αγγλική ανάμειξη στις εκλογές Ορθοδόξων Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών στη Μέση Ανατολή. Παντού είχαν και έχουν χωμένη τη μύτη τους οι Άγγλοι. Γιατί όχι και σ’ αυτό;

 

Βρισκόμαστε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και όλα είναι θεμιτά, και τα θεμιτά και τα αθέμιτα, ακόμη και οι πολιτικές παρεμβάσεις στη Σουηδική Ακαδημία. Ο Knöss καλύπτει και αυτή την πτυχή σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη στις 11.9.1952, έτος κατά το οποίο το Νομπέλ δόθηκε σε Αγγλον:

«…Είμαι πολύ πολύ θλιμμένος για την απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας… μου λένε πως ήταν δυο κόμματα στην Ακαδημία, το ένα για Σας και το άλλο για τον Graham Greene… Έπειτα η Ακαδημία έλαβε ανάριθμα (αναρίθμητα) γράμματα από την Ελλάδα που Σας απέδωσαν κομμουνιστικές συμπάθειες, κανένας δεν το πίστεψε, μα εν τούτοις μικρή οσμή έμεινε στην ατμόσφαιρα. Με συγχωρείτε την ειλικρίνειά μου, μα δεν θέλω να συγκρατήσω την αλήθεια!…».

 

Επανέρχομαι στην ιεραποστολή του Μελά στη Στοκχόλμη, για την οποία γράφει ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη (18.12.1952): «Το τι είπε εναντίον μου και στους Σουηδούς ακαδημαϊκούς και στο Σουηδό βασιλέα, το ξέρω από πρώτη πηγή: Είμαι κομμουνιστής και διαφθείρω την ελληνική νεότητα και η Ελλάδα θα εξευτελιστεί αν τιμηθεί στο πρόσωπό μου.

 

Κάθε χρόνο, βροχή πάνε τα γράμματα στη Σουηδική Ακαδημία εναντίον μου (έχω αντίγραφα) και κανένας φίλος Ελληνας δεν αποκότησε να στείλει ένα γράμμα να πει πως είμαι τίμιος άνθρωπος και το έργο μου δε συγκρίνεται με κανένα άλλο.

 

Η Νορβηγική Εταιρία Λογοτεχνών επρότεινε πέρυσι παμψηφεί και θα προτείνει και την άνοιξη του 1953 να πάρω το Νόμπελ· τι έκαμε η δική μας Εταιρία;

Δε με νοιάζουν οι οχτροί, με νοιάζουν οι φίλοι· νομίζω θα παραμείνει επί πολλά χρόνια πνευματικό αίσχος για τους Νεοέλληνες».

 

Στο θλιμμένο τούτο γράμμα ο Καζαντζάκης διατυπώνει και το παράπονο ότι ουδείς ακαδημαϊκός διαμαρτυρήθηκε για τις ενέργειες του Μελά, ο οποίος παρουσιάστηκε ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας. «Κι ήταν τότε Πρόεδρος ο έντιμος Μαριδάκης» λέει με απογοήτευση ο Καζαντζάκης.

 

Οι πληροφορίες από τη Στοκχόλμη είναι έγκυρες, γιατί προέρχονται από ανθρώπους οι οποίοι ήσαν μέσα στα πράγματα. Χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις και ενστάσεις, ο Νίκος Καζαντζάκης θα ήταν ο πρώτος έλληνας νομπελίστας. Θα τιμούσε έτσι και την Ελλάδα. «Ζω στην ξενιτιά μα η καρδιά μου περιφέρεται στην Ελλάδα» έγραψε σε γράμμα του, στις 18.8.1956, στον Θρασύβουλο Ανδρουλιδάκη, που του ξεχώριζε ένα πιάτο φαγητό από το συσσίτιο των κρατουμένων στις Φυλακές της Αίγινας κατά την Κατοχή. Και η Ελλάδα περιφερόταν στην ξενιτιά καταδιώκοντάς τον. Και ας τον είχαν διαβεβαιώσει επισήμως κατά το 1955 ότι θα έπαυαν να τον καταδιώκουν.

 

Εκτός από τις έγκυρες πληροφορίες που διαρκώς έφθαναν από φίλους στον Καζαντζάκη για το Νομπέλ, το ζεύγος Καζαντζάκη παρατήρησε ­ χωρίς να το εξηγήσει, γιατί δεν ήξερε ­ ότι περισσότεροι σουηδοί δημοσιογράφοι κατά το 1956-1957 παρά πριν έφθαναν στην Αντίμπ και ζητούσαν να τους δουν.

Νίκος και Ελένη δεν έδωσαν και πολλή σημασία, απλώς ευχαριστήθηκαν. Ανάλογο φαινόμενο συνέβη και το 1952, με τη διαφορά ότι τότε οι εφημερίδες εζήτησαν πληροφορίες και σημειώματα από τον Βörje Knöss για τη ζωή και το έργο του Καζαντζάκη.

 

Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να ακούσω από τον αείμνηστο φίλο μου Νίκο Καρύδη μια ανάλογη ιστορία με τον Γιώργο Σεφέρη, όταν επρόκειτο να πάρει το Νομπέλ. Ήλθαν τότε στην Αθήνα Σουηδοί δημοσιογράφοι, αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτόν. Κάποιοι αντιλήφθηκαν περί τίνος επρόκειτο. Τους μαζεύει λοιπόν η Ιωάννα Τσάτσου, που μας αφήκε χρόνους πριν από λίγες ημέρες, αδελφή του Γιώργου Σεφέρη, και τους επιδαψιλεύει περιποιήσεις επί περιποιήσεων. Η Ελλάδα εσκέπαζε τότε ένα μεγάλο πνευματικό τέκνο της, τον Γιώργο Σεφέρη, και πολύ καλά έκανε. Δεν έστειλε Μελάδες στη Στοκχόλμη. Ελληνάδες αποκαλούσε αυτά τα υποκείμενα ο Καζαντζάκης.

 

Πριν από μερικά χρόνια είπα στην Ελένη Καζαντζάκη την ιστορία που άκουσα από τον Καρύδη για τον Σεφέρη. Και τότε άρχισαν να ξυπνούν μέσα της οι μνήμες του παρόμοιου γεγονότος στην Αντίμπ. Είχε τώρα την εξήγηση, που δεν έμαθε ποτέ ο άντρας της, ο οποίος έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο βαθύτατα και βαρύτατα και αφόρητα πικραμένος και από αυτό το «αίσχος» και από άλλα ανάλογα, που δεν σταμάτησαν ποτέ και ακόμη συνεχίζονται υπό άλλες μορφές.

 

Οταν το Βατικανό ανέγραψε τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων και όταν η Εκκλησία της Ελλάδος, κατά κακήν απομίμηση, άρχισε τις διώξεις και αθλίως ετοίμαζε αφορισμό του Καζαντζάκη, εκείνος, μεταξύ άλλων, τους είπε και τους έγραψε: «Στο Δικαστήριό Σου, Κύριε, κάνω έφεση!».

Γι’ αυτή την περίπτωση του κατάπτυστου πνευματικού και ανθρωπίνου διωγμού του ταιριάζει ένας άλλος λόγος του Καζαντζάκη: «…Αν υπήρχε δικαστήριο τιμής και στις πνευματικές ατιμίες που γίνουνται, θα ‘κανα αγωγή, για να μη χαθεί το δίκιο· μα τέτοια δικαστήρια δεν υπάρχουν… Δικαζόμαστε λοιπόν ενώπιον του καιρού…».

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης δικάζεται ενώπιον του καιρού. Δικάζεται και δικαιώνεται. Και διαλέγεται πλέον με την αιωνιότητα!

 .................................

Ο κ. Πάτροκλος Σταύρου είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών «Νίκος και Ελένη Καζαντζάκη». Διετέλεσε υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας.