Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Βασίλης Ραφαηλίδης: Η ομάδα αίματος των καθαρόαιμων Ελλήνων


Η ομάδα αίματος των καθαρόαιμων Ελλήνων


Του Βασίλη Ραφαηλίδη

ΟΛΕΣ οι συγχύσεις στην Ελλάδα ξεκινούν από την αδυναμία μας να ξεχωρίσουμε τις έννοιες «έθνος» και «κράτος», που σε καμία περίπτωση δεν είναι συνώνυ­μα. Η λέξη έθνος είναι σανσκριτικής καταγωγής και, στην κυριολεξία, σημαίνει «ομαιμοσύνη», δηλαδή ομοιό­τητα του αίματος των ανθρώπων που ανήκουν στην ίδια φυλετική ομάδα.
Είναι φανερό, όμως, πως για να διατηρήσει την «κα­θαρότητα» του αίματός της μια φυλή, και συνεπώς να λειτουργήσει σαν μια ευρεία οικογένεια, όπου όλα τα μέ­λη της θα είναι στενοί ή μακρινοί συγγενείς, πρέπει αυ­τή η φυλή να είναι καταρχήν ενδογαμική, δηλαδή τα μέλη της να παντρεύονται μεταξύ τους και οι επιμειξίες με αλλόφυλους να απαγορεύονται αυστηρά. Αλλά κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόνο σε πολύ κλειστές και πολύ πρωτόγονες κοινωνίες. Σήμερα, πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχουν «καθαρές» εθνότητες, διότι δεν υπάρχουν κλειστές κοινωνίες.
ΕΙΝΑΙ αυτονόητο, πως κανείς νομοθέτης εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια δε θα μπορούσε να διαφυλάξει την «καθαρότητα» του αίματος μιας φυλής.
‘Αλλωστε, οι άνθρωποι δεν είναι άλογα ράτσας, τα­γμένα στις ιπποδρομίες, ώστε να φροντίζουμε για την καθαρότητα του αίματός τους. Και ωστόσο, δεν έλει­ψαν ποτέ οι μικρόνοες που αντιμετωπίζουν τον άν­θρωπο σαν ζώο, περιορισμένο σ’ ένα οιονεί αναπαρα­γωγικό ιπποφορβείο. Και ο ρατσισμός είναι αυτό ακρι­βώς: Μια μεταφυσική και αυτόχρημα παρανοϊκή πίστη στην «καθαρότητα του αίματος της φυλής» -μια κα­θαρότητα που εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια ανήκει στην περιοχή του μύθου.
Αυτή η ολοφάνερα ανόητη πίστη, η τόσο διαδομένη ωστόσο, μας κάνει να νομίζουμε πως ο «χόμο σάπιενς» έχει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα, προκειμένου να γίνει όντως σοφός. Και εν πάση περιπτώσει, απ’ τον «χόμο  σάπιενς» πρέπει να αποκλειστούν εξαρχής οι ρατσιστές, που εδώ σε μας πήραν το ψευδώνυμο «εθνικόφρονες». Που σημαίνει «άνθρωποι που φρο­νούν – σκέφτονται – εθνικά». Αλλά για να σκέφτεσαι εθνικά πρέπει να σκέφτεσαι… αιματολογικά. Δηλαδή, πρέπει να πιστεύεις πως το αίμα σου έχει μια ειδική ποιότητα, οπωσδήποτε καλύτερη απ’ την ποιότητα οποιουδήποτε άλλου που ανήκει σε άλλη… ομάδα (εθνικού) αίματος.
Ο ρατσισμός, λοιπόν, είναι φασισμός. Και ο φασισμός είναι πρωτογονισμός, ακριβώς γιατί είναι ρατσισμός. Για ράτσες μιλούν σήμερα μόνο οι ζωολόγοι, οι κτηνία­τροι και οι κρετίνοι. Κάθε «εθνικόφρων» λοιπόν κρύβει μέσα του ένα φασίστα. Φυσικά, δεν είναι καθόλου τυ­χαίο που τα φασιστικά καθεστώτα στηρίχτηκαν στους «εθνικόφρονες». Ούτε είναι τυχαίο ακόμα, που η εθνικοφροσύνη έχει την τάση να πυκνώνει όσο προχωρού­με προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Από δω και η λογικόταταη άποψη, πως η κουταμάρα πολώνεται προς τα δεξιά – χωρίς, δυστυχώς, να είναι αποκλειστικό της προνόμιο. Διότι υπάρχει και μια… αριστερή κουταμάρα. Αλλά τουλάχιστον αυτή δεν έχει την… αιματολο­γική καθαρότητα της δεξιάς κουταμάρας, που είναι πολύ πιο εκνευριστική και, φυσικά, πολύ πιο επικίνδυ­νη. (Ανάμεσα σε δύο ηλίθιους θα διάλεγα τον αριστερό ηλίθιο απ’ τον οποίο κινδυνεύω λιγότερο, παρότι η ηλιθιότητα καθαυτή είναι έτσι κι αλλιώς επικίνδυνη. Και για να μη δημιουργηθούν παρανοήσεις, πρέπει να τονίσουμε πως η ηλιθιότητα είναι ιδιότητα υπαρξιακή και υπερκομματική. Κι αλίμονο στον έξυπνο αριστερό που θα συγκρουστεί με βλάκα αριστερό. Είναι από χέρι χαμένος, γιατί η βλακεία έχει τη δύναμη να μετακινεί όρη, όπως ακριβώς και η πίστη).
ΤΟ ΕΘΝΟΣ, λοιπόν, είναι ένας αρχαϊσμός και ένας αταβισμός. Επιβιώνει ως έννοια για να δημιουργεί στα απλοϊκά μυαλά την ψευδαίσθηση της συνοχής και της συνέχειας μιας μικρής ή μεγάλης ομάδας ανθρώπων, που συνεχίζουν να πιστεύουν, γιατί έτσι θέλουν, πως ανήκουν σε μια πολύ μεγάλη οικογένεια με κοινό γε­νάρχη. Κάποτε, ωστόσο, η έννοια της εθνότητας έπαιζε έναν πολύ σοβαρό ρόλο. Πράγματι, η οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας άρχισε με τη συσσωμάτωση των ατόμων σε ομάδες ευρύτερες της μικρής, τυπικής οικο­γένειας, οι οποίες αποτελούν μια ευρεία, αιματοσυγγενική οικογένεια. Τούτες οι ομάδες ανέπτυξαν έναν κοι­νό πολιτισμό στη βάση μιας κοινής γλώσσας.
Με τους αιώνες, η αιματοσυγγένεια, με τις συνεχείς επιμειξίες, έπαιζε ολοένα και μικρότερο ρόλο, ενώ αν­τίθετα τα πολιτιστικά δεδομένα, που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο στάδιο της αιματοσυγγένειας, διατη­ρήθηκαν και αναπτύχθηκαν, για να αποτελέσουν στη συνέχεια, αυτά και μόνο, τα ειδικά χαρακτηριστικά μι­ας εθνότητας. Μ’ άλλα λόγια, η έννοια της εθνότητας υπάρχει και σήμερα, αλλά είναι καθαρά και αποκλει­στικά πολιτιστική. Συνεπώς, μέλη μιας συγκεκριμένης εθνότητας είναι άνθρωποι που έχουν ένα συγκεκριμέ­νο κοινό πολιτισμό, που διαφέρει απ’ τον πολιτισμό μιας άλλης εθνότητας. Όμως, με την όσμωση ανάμεσα στους λαούς που επέφερε η βελτίωση και στις μέρες μας η καλπαστική ανάπτυξη των επικοινωνιών και των συγκοινωνιών, οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες άρχισαν να ατονούν και να τείνουν προς μια ισοπέδωση, πουκανένα διοικητικό μέτρο δε θα ήταν δυνατό να την ανακόψει.
Για να περιοριστούμε στον κινηματογράφο και μόνο, σήμερα γνωρίζουμε τόσο καλά τα αμερικανικά ήθη εξαιτίας της πληθώρας των αμερικάνικων ταινιών που έχουμε δει, όσο δε γνωρίζουμε τα εγχώρια ήθη. Ο πο­λιτιστικός ιμπεριαλισμός είναι μια πραγματικότητα. Αλ­λά προσωπικά δε βρίσκω τίποτα το μεμπτό σ’ αυτή τη μορφή ιμπεριαλισμού, που ωστόσο ακολουθεί, όπως η ουρά το κεφάλι, τον κυρίως ειπείν ιμπεριαλισμό (τον οικονομικό). Εφόσον, δηλαδή, η Αμερική κυριαρχεί οι­κονομικά στο Δυτικό κόσμο, είναι φυσικό να κυριαρχεί και πολιτιστικά. Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αναχαιτιστεί η πολιτιστική της κυριαρχία, αν προηγου­μένως δεν αναχαιτιστεί η οικονομική. Τον πολιτισμό τον δημιουργούν πάντα οι οικονομικά ισχυρότεροι. Κι αυτό που λέγεται «λαϊκός πολιτισμός» αναφέρεται μό­νο και αποκλειστικά σε κλειστές κοινωνικές ομάδες, κυρίως αγροτικές.
Αλλά τούτη η κλειστότητα, το ξέρουμε καλά, είναι εντελώς αδύνατη σήμερα. Και μόνο η τηλεόραση είναι επαρκής παράγων για να εισβάλει ο ένας πολιτισμός μέ­σα στον άλλο και να δημιουργηθεί ένα αξεδιάλυτο πο­λιτιστικό μπέρδεμα, που στη μεταβατική περίοδο που περνάμε σήμερα μπορεί να μας ενοχλεί, αλλά τους αν­θρώπους του 21ου αιώνα είναι βέβαιο πως δε θα τους ενοχλεί καθόλου. Οι πολιτισμοί, άλλωστε, δεν είναι για να φυλακίζονται στα μουσεία, αλλά για να κυκλοφο­ρούν, να ενοποιούνται και να δημιουργούν τη χωρίς σύ­νορα πανανθρώπινη κοινωνία. Το τι είδους κοινωνικό καθεστώς θα έχει αυτή η υπερεθνική κοινωνία του άμεσου μέλλοντος είναι ένα άλλο ζήτημα, που ξεπερνάει τα όρια αρμοδιότητας της επιστήμης της Εθνολογίας και μετατίθεται στην περιοχή της αρμοδιότητας των επιστημών της Κοινωνιολογίας και της Πολιτικής Οικο­νομίας.
ΛΟΙΠΟΝ, κάτω από συνθήκες αυξανόμενης πολιτι­στικής όσμωσης, το να μιλάει κανείς για «εθνική καθα­ρότητα» ακόμα και με την ελαστική πολιτιστική έννοια είναι τόσο αστείο, όσο περίπου και το να μιλάει για «εθνική καθαρότητα» με την πανάρχαια αιματολογική έννοια. Διότι, δε σμίγουν μόνο τα αίματα, αλλά και τα ήθη, και τα έθιμα, και οι νόμοι, και οι θεσμοί και οι ιδέες. Σήμερα, το πεδίο δράσεως, τόσο της οικονομίας όσο και των ιδεών είναι η υδρόγειος σφαίρα. Μια μέρα, τα εθνικά σύνορα θα καταρρεύσουν οπωσδήποτε, και μάλιστα χωρίς να το επιδιώξει κανείς συνειδητά. Η αν­θρώπινη κοινωνία, από τότε που εμφανίστηκε, βαδίζει συνεχώς και αδιάλειπτα προς την ενοποίηση. Που δε θα ολοκληρωθεί, αν όλοι οι άνθρωποι ολόκληρης της Γης δεν αισθανθούν πως ανήκουν στην ίδια εθνότητα, δηλαδή την κοινότητα όλων των ανθρώπων, ολόκληρης της Γης.
Πρόκειται για ένα ιδανικό κοινό και στο χριστιανισμό και στο μαρξισμό και στον καπιταλισμό. Μόνο που ο καθένας τους αντιλαμβάνεται τούτη την ενότητα στη βάση μιας διαφορετικής ιδεολογίας και κοσμοθεωρίας. Και, βέβαια, αυτή η ενότητα δε θα είναι ούτε πλήρης ούτε σταθερή αν δε συντελεστεί στη βάση της οικονο­μικής ενότητας, που είναι η αναγκαία προϋπόθεση για κάθε άλλης μορφής ενότητα. (Ακόμα και στην πατρική οικογένεια δεν είναι δυνατό να υπάρξει ενότητα αν τη συνοχή της τη διαβρώνουν παράγοντες οικονομικής τά­ξεως. Ο μαρξισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εμφατική επισήμανση της πρωταρχικότητας του οικονομικού παράγοντα στα πάντα. Και είναι κωμικό να τον αμφισβητούν άνθρωποι που ολόκληρη τη ζωή τους τη δομούν γύρω από ένα χρηματοκιβώτιο, και κα μιά φορά γύρω από μια και μοναδική λίρα ή από έναν κηπάκο ευτελούς αξίας.).
Αν το έθνος είναι μια έννοια που ανήκει πλέον στην αρχαιολογία της σκέψης, πράγμα που δημιουργεί την ανάγκη της επικάλυψης της απ’ την πάντα δρώσα επι­καιρότητα του συναισθήματος (μόνο το συναίσθημα θα δικαιολογούσε την προσκόλλησή μας στην έννοια της εθνότητας, που κατάντησε έννοια περίπου… ερωτική), η έννοια του κράτους, αντίθετα, είναι πάντα επίκαιρη και πάντα δρώσα. Το κράτος σε καμιά περίπτωση δεν είναι συνώνυμο του έθνους. Όπως ήδη αντιληφθήκαμε, το έθνος είναι έννοια εξαιρετικά πλατιά – τόσο πλατιά που να ξεχειλώνει από παντού και κανείς να μην μπο­ρεί να τη συμμαζέψει. Άλλωστε, κανείς μελετητής δεν κατάφερε να δώσει έναν σαφή ορισμό της έννοιας «έθνος». Πώς θα ήταν δυνατό να οριστούν με σαφή­νεια τα συναισθήματα; Η έκφραση, για παράδειγμα, «αγαπώ την Ελλάδα» (νοούμενη ως έθνος) δεν έχει με­γαλύτερη αξία από την έκφραση «αγαπώ τη Μαρία». Και οι δύο εκφράσεις είναι το ίδιο δυσπερίγραπτες λο­γικά, γιατί είναι το ίδιο συναισθηματικές.
Και. επειδή κάτι πρέπει ν’ αγαπάει κανείς σε τούτο τον κόσμο, όταν δεν είναι σε θέση να αγαπήσει τις γυ­ναίκες (και οι γυναίκες τους άντρες) καταλήγει τελικά ν’ αγαπήσει μέχρι παραφροσύνης… τη σημαία, το στέμμα και άλλα τέτοια φετίχ, αποδεικνυόμενος γνήσι­ος ειδωλολάτρης. Παρά ταύτα, έχει την αξίωση να τον αντιμετωπίζουμε ως πολιτισμένο άνθρωπο. Ε, όχι. Πάει πολύ. Είναι τόσο βάρβαρος, όσο και ο Αφρικανός αν­θρωποφάγος. Γιατί, αν δεν ήταν ανθρωποφάγος δε θα επιθυμούσε να «φάει τον εχθρό», ή να τον «πετάξει στη θάλασσα» (δηλαδή να τον πνίξει σαν γατί) ή να του «πιει το αίμα» σαν βρικόλακας. Ας το καταλάβουμε καλά: Ο εθνικισμός είναι πρωτογονισμός και βαρβαρό­τητα, κυρίως όταν ο «εθνικόφρων» είναι τόσο βλαξ, που να μην μπορεί να καταλάβει πως πίσω απ’ αυτό τον πρωτόγονο συναισθηματισμό κρύβονται τα πεζά σχέδια τον οικονομικά ισχυρών.
Η ομηρική λέξη κράτος, λοιπόν, σημαίνει στην κυριο­λεξία ισχύς, δύναμη, εξουσία, βία, κυριαρχία. (Η λέξη παράγεται απ» το ρήμα κρατώ που σημαίνει είμαι ισχυ­ρός, είμαι δυνατός, είναι κυρίαρχος.) Αν το έθνος είναι έννοια συναισθηματική, που έγινε τέτοια από εκπεσμό του αρχικού φυλετικού και στη συνέχεια του πολιτιστι­κού της περιεχομένου, το κράτος είναι έννοια λογική μέχρι παραλογισμού. Τίποτε δεν είναι πιο υπαρκτό, πιο βασανιστικό και πιο καταπιεστικό απ’ το σύγχρονο κράτος, σ’ όλες του τις μορφές. Σε τελική ανάλυση, κράτος είναι οι νόμοι του κράτους, οι χωροφύλακες του κράτους, οι δεσμοφύλακες του κράτους. Και οι… παπάδες του κράτους, στην περίπτωση που οι παπά­δες πλην της πνευματικής θέλουν να ασκούν και κο­σμική εξουσία, καλή ώρα σαν τους δικούς μας δεσποτά­δες, που ολοένα και περισσότερο απομακρύνονται απ’ τό πνεύμα και ολοένα και περισσότερο πλησιάζουν το… οινόπνευμα. (Το καλό κρασί θέλει και καλό φάϊ, λέει ο λαός.)
Παρόλο που το κράτος στηρίζεται συναισθηματικά στο έθνος, στις περιπτώσεις εκείνες που, όπως εδώ, δεν μπορεί να στηριχτεί σ‘ αυτό ούτε φυλετικά ούτε πολιτιστικά, αδιαφορεί πλήρως για το έθνος. Και μη μου πείτε πως οι υδροκέφαλοι «κρατικοί λειτουργοί» εδώ στην Ελλάδα των Ελλήνων κομπιναδόρων πιστεύ­ουν έστω και μια λέξη απ’ αυτά, που λένε στους εκφωνούμενους κατά τις εθνικές επετείους λόγους. Πρόκει­ται, απλώς, για λόγια παχιά που απευθύνονται σε εγ­κέφαλους αδύνατους. Και καμιά φορά, πρόκειται για λόγια παχιά που κυοφορούνται σε εγκέφαλους αδύνα­τους και απευθύνονται σε εγκέφαλους το ίδιο αδύνα­τους. (Είναι η περίπτωση των «εθνικών» άλογων λόγων του Γ. Παπαδόπουλου και των περί αυτόν κρετίνων.)
ΚΑΠΟΥ, λοιπόν, τα πράγματα έχουν μπλέξει επικίν­δυνα. Τόσο που εδώ στην Ελλάδα να μην ξέρουμε πια που σταματάει το κράτος και που αρχίζει το έθνος – και αντίστροφα. ‘Ετσι, τα κρατικά τα βαφτίζουμε εθνι­κά, ενώ τα εθνικά δεν είναι παρά κρατικά. Κουλουβά­χατα, κατά το δη λεγόμενο.
Μ’ άλλα λόγια, ακόμα δεν καταλάβαμε πως Έλλη­νας, έτσι πεζά, είναι ο καθένας που έχει την ελληνική υπηκοότητα, που υπακούει, δηλαδή, στους νόμους του ελληνικού κράτους, άσχετα απ’ τη φυλετική του προέ­λευση. Εντούτοις θέλουμε τους ‘ Ελληνες να υπακού­ουν και στους «νόμους του αίματος», ως γνήσιοι Αφρι­κανοί. Και παρά ταύτα δε μας πετούν με τις κλωτσιές απ’ την ΕΟΚ, κι απ’ όπου αλλού υπάρχουν πολιτισμέ­νοι άνθρωποι.
Ο Γεράσιμος Κακλαμάνης στο επίμοχθο και σχολα­στικά τεκμηριωμένο έργο του «Επί της δομής του Νεο­ελληνικού Κράτους» (έκδοση του συγγραφέα) λέει: «Η συνεπής επιδίωξη της θρησκευτικής κλειστότητας στην τουρκοκρατία, ενώ διατήρησε την εθνική συνείδηση μεγάλων τμημάτων του ανά την Μικρά Ασία ελληνι­σμού, επί των Βαλκανίων επέφερε ένα αξεδιάλυτο συ­νειδησιακό μείγμα μεταξύ Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων, Αλβανών», κλπ. Και συνεχίζει: «Η κατάσταση του νεο­ελληνικού εθνισμού των πρώτων επαναστατικών χρό­νων ήταν η συνειδησιακή  πολλαπλότητα διαφόρων τμημάτων του ελληνισμού και συνεπώς η μη ύπαρξη συγκεκριμένης ιδεολογίας». Και διερωτάται ευλόγως: «Ποια εξωτερική πολιτική μπορεί να έχει μια χώρα μει­ονοτήτων;». Και διευκρινίζει αλλού: «Οι πολιτικοί δε δημιουργούν Ιστορία. Απλώς την υπηρετούν».
Εδώ όμως, ούτε ο λαός δημιουργεί ενσυνείδητα Ιστο­ρία. Διότι υπηρετεί τους πολιτικούς και όχι τον εαυτό του. Και η νεοελληνική Ιστορία δεν υπακούει σε καμιά πρόθεση. Απλώς, αναφύεται τυχαία και αναγκαία, όπως το χορταράκι στους αγρούς. Η νεοελληνική Ιστο­ρία είναι… αγροτική ιστορία στην πιο απόλυτη κυριολεξία.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος στις 19.4.1987 αλλά παραμένει επίκαιρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου