Tο μόνο που έχω να πω γι’ αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο και εξαίρετο σύντροφο και φίλο μου είναι τα λόγια του Μενέλαου Λουντέμη που είχα την τύχη να τον γνωρίσω προσωπικά πριν 44 χρόνια: «Είναι κάτι μοναδικές στιγμές, που η γλώσσα είναι φτωχή, τα λόγια άχρηστα και ίσα ίσα, τότε είναι, που θέλεις να πεις τα πιο πολλά». Ήμασταν αδελφικοί φίλοι με το Νίκο, τον γνωρίζω πρώτη φορά στα 19 μου χρόνια. Η μητέρα του Έλλη ήταν συνεξόριστη με τον πατέρα μου στη δικτατορία το 1967. Εξαίρετος άνθρωπος, υπέροχος σύντροφος και καρδιακός φίλος. Τελευταία φορά που βρεθήκαμε ήταν στη στοά Κοραή στην πλατεία Κλαυθμώνος φέτος τον Ιούνιο. Καλό σου ταξίδι Νίκο. Πάντα θα σε θυμάμαι.
Ο Νίκος Μπελογιάννης, ο γιος του ιδεολόγου και αγωνιστή της αριστεράς, Νίκου Μπελογιάννη, που εκτελέστηκε από την κυβέρνηση του Πλαστήρα το 1952 στο Γουδή και της Έλλης Παππά, δημοσιογράφου και συγγραφέα, ανιψιός της εμβληματικής Διδώς Σωτηρίου που τον μεγάλωσε σαν παιδί της μέχρι τα δώδεκα του χρόνια, δεν είναι πια εδώ. Έφυγε από τη ζωή χθές 25 Οκτωβρίου 2020 σε ηλικία μόλις 68 ετών, μετά από δεκαήμερη νοσηλεία στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών
Τους χαιρετισμούς μας εκεί ψηλά Νίκο, στον πατέρα σου, τον άνθρωπο με το γαρύφαλλο και στην αγωνίστρια μάνα σου, την Έλλη.
Αποσπάσματα από μια σπάνια συνέντευξη του Νίκου Μπελογιάννη:
– Ήταν σαν «βάρος» στη ζωή σας αυτό το όνομα;
Ναι. Συνέχεια.
– Δηλαδή;
Στη δεκαετία του ’60 ήτανε «πρόβλημα», με τους χαφιέδες έξω απ’ το σπίτι να παρακολουθούν. Στο σχολείο, άλλοι καθηγητές με κατατρέχανε, άλλοι έδειχναν πως συμπαρίστανται. Μετά έγινε η Χούντα και εκεί ήταν ένα γερό «πρόβλημα». Κι ύστερα, έγινε το ανάποδο – ξεκίνησαν οι πιέσεις απ’ τ’ Αριστερά: «Παιδάκι μου, να γίνεις σαν τον πατέρα σου!». Μιλάμε για γερές πιέσεις από τον Περισσό, στις οποίες δεν υπήρχε περίπτωση να ανταποκριθώ, γιατί είχα ξεκαθαρίσει τη θέση μου απέναντί τους – δεν ήθελα ούτε να τους ξέρω!
– Τόσο πολύ;
Θεωρούσα πως είχαν στρεβλώσει οποιαδήποτε Αριστερή αξία. Πως της άλλαξαν τα φώτα.
– Δεν ήσασταν ποτέ ενεργό μέλος του ΚΚΕ;
Όχι. Εγώ ήμουνα στο ΚΚΕ Εσωτερικού, στην Ανανεωτική Αριστερά. Όταν με ρωτάνε, καλή ώρα όπως εσείς, απαντώ πως «εγώ ανήκω στη μη παροπιδιφόρο Αριστερά». Να βάλω, λοιπόν, ένα ζευγάρι παρωπίδες και να πάω στον Περισσό, να με βάλουν σε ένα χρυσό κλουβί και να με περιφέρουν ανά την ύπαιθρο για να με βλέπει το κοινό και να με χειροκροτά, θα μου ήταν απεχθές! Βέβαια, θα το εξαργύρωνα πολύ ωραία: Βουλευτιλίκια, λιμουζίνες, μετά θα πήγαινα στο ΠΑΣΟΚ να βολευτώ πολύ ωραία, ύστερα στην ευρωβουλή, τέλεια όλα. Λυπάμαι, όχι! Όλα αυτά θα μου ήταν αηδιαστικά!
– Όταν λέγατε το ονοματεπώνυμό σας υποθέτω πως οι περισσότεροι θα σας αντιμετώπιζαν αν όχι με θαυμασμό, τουλάχιστον με σεβασμό…
Μπα, μην το λέτε. Μία φορά, για παράδειγμα, στη Νάουσα, μου έκανε ένας «να, έτσι θα σου στρίψουμε το λαρύγγι!». Σπάνια βέβαια συναντούσα ακραίες αντιδράσεις.
– Έχετε μνήμες μέχρι τα τρία σας χρόνια που βρισκόσασταν μαζί με τη μητέρα σας, την Έλλη Παππά, μέσα στις φυλακές, στον Πειραιά;
Ελάχιστες. Θυμάμαι μόνο το τρένο να σφυρίζει, δίπλα ακριβώς, κι εμένα να το φοβάμαι. Θυμάμαι επίσης γυναίκες τριγύρω να φωνάζουν. Τίποτε παραπάνω.
– Πώς και άφησαν ένα παιδί μέχρι τα τρία του μέσα σε μία φυλακή;
Τόσο ήταν το όριο που το παιδί έπρεπε να ζει μαζί με τη μητέρα του. Μετά έπρεπε να με πάρει κάποιος. Κι έτσι με πήρε και με μεγάλωσε η θεία μου, μέχρι τα δώδεκά μου, οπότε και αποφυλακίστηκε η μητέρα μου.
– Η θεία σας, η Διδώ Σωτηρίου…
Ακριβώς.
– Από τα τρία μέχρι τα δώδεκά σας χρόνια επισκεπτόσασταν συχνά τη μητέρα σας, μέσα στη φυλακή;
Επιτρεπόταν μία φορά στις δεκαπέντε μέρες.
– Τόσο αραιά;
Ναι.
– Πώς εκφραζόσασταν απέναντί της στη φυλακή; Με παράπονο;
Έπρεπε να της πω όλα όσα είχαν συμβεί μέσα στο δεκαπενθήμερο. Εκείνη δεν είχε πολλά πράγματα να πει, ρώταγε συνέχεια.
– Ανυπομονούσατε να τη δείτε ή είχε γίνει πια ρουτίνα;
Είχε γίνει πια ρουτίνα. Τη στείλανε στις φυλακές Αβέρωφ μετά, κι έτσι μας ήταν και πιο εύκολο να πηγαίνουμε.
– Η ίδια τι σας έλεγε για τη ζωή της στη φυλακή;
Η ζωή στη φυλακή ήτανε κάτι τόσο φρικτό, ως προς το ότι έπρεπε να συνυπάρχεις με κόσμο που δεν ήθελες ούτε να τον βλέπεις. Κόσμο που ήταν έτοιμος να σου την ανάψει, να σε καταστρέψει, να σε εξοντώσει διανοητικά, με κάθε τρόπο. Ήταν ένας ψυχικά ταλαιπωρημένος άνθρωπος η μητέρα μου – και πριν και μετά από όλη την αντιμετώπιση. Ήταν επίσης ανεπιθύμητη – και στους μεν και στους δε.
– Ουσιαστικά εσείς «γλιτώσατε» τη ζωή της μαμάς σας και δεν την εκτέλεσαν, αφού η ύπαρξη ενός παιδιού διασφάλισε τη σωτηρία της…
Ναι. Ναι. Ήμουνα ήδη επτά μηνών όταν εκτέλεσαν τον πατέρα μου… Αν και η ίδια η μητέρα μου ήθελε να την εκτελέσουν!
– Προσπαθήσατε, μετά τα δώδεκά σας, να αναπληρώσετε το κενό με τη μαμά σας ή δεν αναπληρωνόταν πια, έχοντας χάσει «επεισόδια» από τη ζωή σας;
Όχι απλώς επεισόδια, όλη τη σειρά είχα χάσει. Όταν παραλαμβάνεις έναν πιτσιρικά στα δώδεκά του πια, είναι ήδη διαμορφωμένος χαρακτήρας. Θυμάμαι ότι ακόμη και μέσα στη φυλακή, στα οκτώ, στα εννιά μου, η Έλλη μου έφτιαχνε κάτι ωραία βιβλιαράκια, κομψοτεχνήματα – καλλιτεχνικά αριστουργήματα! Και μου τα έδινε με όλη της τη χαρά! Αλλά ήτανε πολύ έξω από εμένα. Μου έδινε ένα που αφορούσε τις εθνικές φορεσιές για παράδειγμα, όταν εγώ διάβαζα Ιούλιο Βερν. Ήμασταν σε άλλο μήκος κύματος…
– Σε ποιες στιγμές σας έλειπε η μαμά σας;
Νομίζω σε καμία.
– Σας κάλυπτε απόλυτα η Διδώ;
Ναι. Έτσι κι αλλιώς, η Διδώ κοιτούσε να καλύψει την έλλειψη, το κενό. Ήταν εξαιρετική ως αυτοσχέδια μητέρα. Υπερπροστατευτική και συνεχώς αγχωμένη, διότι η ταλαίπωρη Διδώ δεν ήθελε -συνειδητά- ούτε παιδί, ούτε κατοικίδιο, γιατί ήθελε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία, να κάνει ταξίδια, να γράφει. Και ξαφνικά, της προέκυψε ένας πιτσιρικάς -και μάλιστα «επώνυμος» μέσα στην Αριστερά- και με όλο το κόμμα πάνω απ’ το κεφάλι της να βλέπει αν με μεγαλώνει «σωστά» – όπου το «σωστά» ο καθένας το ερμήνευε κατά βούληση.
– Την ήλεγχαν;
Την κριτικάρανε. Ήταν έτοιμοι να της κάνουν εξοντωτική κριτική, για το πώς με μεγαλώνει! Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε… Κι αν μη τι άλλο, μου μετέδωσε και πνεύμα. Θυμάμαι ανθρώπους του πνεύματος να μπαινοβγαίνουν μέσα στο σπίτι – τον Βάρναλη, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Τάσο Βουρνά, την Άλκη Ζέη που με τη θεία μου αλληλολατρευόντουσαν, πολλούς…
– Πώς ήταν η καθημερινότητά σας μαζί με τη θεία σας;
Εκτός από υπερπροστατευτική, ήταν και υπερταΐστική (γελάει). Όταν δεν έγραφε ήταν στην κουζίνα και μου έφτιαχνε υπέροχα πράγματα – έφτιαχνε την πιο ωραία σμυρναίικη κουζίνα που μπορεί να φανταστεί κανείς, κι έτσι ήμουνα συνεχώς με σουτζουκάκια, με γιουβαρλάκια, με ωραία ψάρια φτιαγμένα. Και φυσικά, το καλοκαίρι, από τέλη Ιουνίου ως προχωρημένο Σεπτέμβριο, ήμασταν στην Αίγινα, όπου νοικιάζαμε ένα δωματιάκι με την τουαλέτα κάτω, βρυσάκι για πλύσιμο, με τον νερουλά να φέρνει το νερό, και με θέα απέναντι, στο Αγκίστρι. Παράδεισος! Η Διδώ θυμάμαι ότι έγραφε δώδεκα ώρες τη μέρα, κι αυτό για μένα σήμαινε ότι θα τριγύρναγα με το ποδήλατο, θα έκανα βουτιές συνεχώς, θα έπαιζα όλη μέρα – ήταν αριστούργημα! Η Διδώ με είχε επίσης και ως ακροατήριο, επειδή ήταν και ακουστικός τύπος, κι έτσι από πολύ πιτσιρικά, από τα οκτώ μου, μου διάβαζε ό,τι είχε γράψει αρχίζοντας από το «Οι νεκροί περιμένουν». Ήθελε να ακούω… Ρουφούσα ό,τι μου διάβαζε, αλλά δεν ήξερα ακόμη να κάνω παρατηρήσεις. Τώρα που κοιτάμε το αρχείο της, θυμάμαι πράγματα που μου είχε διαβάσει τότε και που δεν είχαν ενσωματωθεί στο βιβλίο, γιατί αλλιώς θα έβγαινε πολύ μεγάλο.
– Σας έλειπε η παρουσία του πατέρα σας στη ζωή σας;
Κάτι που δεν έχεις γνωρίσει, δεν σου λείπει! Αν τον είχα γνωρίσει και είχε πεθάνει μετά, ναι, θα μου έλειπε. Γιατί θα ήξερα πώς είναι να ζεις με έναν πατέρα. Αλλά αυτό, εγώ δεν το ήξερα. Δεν είχε νόημα. Αν δεν το δεις στην καθημερινότητά του το πράγμα… Και πού ξέρουμε, όμως, πόσο καταπιεστικός μπορεί να ήταν, για παράδειγμα;
– Ήταν ένα «φάντασμα» ο μπαμπάς σας για σας;
Προσπάθησαν οι κοντινοί μου άνθρωποι να μην μου το κάνουν «φάντασμα» και να ζω μ’ αυτό. Μόνο όταν προσπαθούσαν να μου το επιβάλουν οι παραέξω, οι εκτός σπιτιού, γινόταν τέτοιο – αλλά είχα πια τις σπουδές μου, τη δουλειά μου, ήμουν σε τελείως άλλο χώρο, με άλλες παραστάσεις στη ζωή, οπότε ήταν δύσκολο πια.
– Από αφηγήσεις της θείας σας και της μητέρας σας, τι σας έλεγαν για τον χαρακτήρα του μπαμπά σας;
Ήταν ο διανοούμενος της Αριστεράς, το πιο φωτισμένο πνεύμα, που απλώς προέτρεξε της εποχής του πάρα πολύ. Και, φυσικά, ήταν ανεπιθύμητος σε όλους γι’ αυτόν το λόγο – και στη Δεξιά και στην Αριστερά.
– Η συνύπαρξή σας, αργότερα, αφότου αποφυλακίστηκε και η μητέρα σας, με τις δύο αυτές γυναίκες, ήταν δύσκολη;
Μεταξύ τους είχαν και διαφωνίες. Αλλά, όχι, δύσκολη δεν ήταν. Κάποια στιγμή, η Διδώ αγόρασε ένα σπιτάκι στα Άνω Ιλίσια και φύγαμε από τον Χολαργό, με την Έλλη μέναμε στο Πεδίον του Άρεως και αργότερα αγόρασε η μητέρα μου αυτό το σπίτι εδώ, στου Ζωγράφου. Μέναμε κοντά με τη Διδώ, με τα πόδια ένα εικοσάλεπτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου