«Ο αέρας φύσαγε σα γύφτος» είναι η φράση με την οποία ξεκινάει το θρυλικό μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη «Ένα παιδί μετράει τα άστρα» που έγινε μπεστ σέλερ και θεωρείται από τα πιο πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα.
Ο μεγάλος συγγραφέας επηρέασε με το έργο του πολλές γενιές Ελλήνων και θεωρείται από τους σημαντικότερους διανοούμενους του περασμένου αιώνα. Μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του μίλησε για την κοινωνική αδικία και ανισότητα, την παιδική εργασία και την ανάγκη μόρφωσης των παιδιών. Εκτός των άλλων υπήρξε από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς, καθώς έγραψε συνολικά 45 βιβλία, πολλά από τα οποία ήταν εμπνευσμένα από την ίδια του ζωή, η οποία ήταν συναρπαστική και περιπετειώδης.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Βαλασιάδης και γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1912 στη Γιάλοβα Αιγιαλού της Μικράς Ασίας. Μετά την εγκατάσταση της οικογένειας στην Ελλάδα, ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Ήδη από τα 15 του χρόνια ξεκίνησε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία υπέγραψε ως Τάκης Βαλασιάδης. Το 1934 δημοσίευσε το διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια» το οποίο για πρώτη φορά υπέγραψε με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Μενέλαος Λουντέμης, ένα όνομα που είχε εμπνευστεί από τον ποταμό Λουδία της Μακεδονίας, καθώς μετά την μικρασιατική καταστροφή έζησε με την οικογένεια του στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας. Η οικογένεια του αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και από τα εφηβικά του χρόνια έκανε δουλειές του ποδαριού για να βοηθήσει στο οικογενειακό εισόδημα.
Μέσα από τη βιοπάλη γεννιούνται τα σπουδαία έργα του
Αναγκάστηκε να ζήσει ένα διάστημα σε οικοτροφείο, εργάστηκε ως λαντζιέρης, λούστρος, ψάλτης, ως δάσκαλος στα χωριά της Αλμωπίας και ως σερβιτόρος σε ένα καφενείο της Αιδηψού. Ενώ δούλευε στο καφενείο της Εύβοιας έγραψε το βιβλίο «Τοτε που κηνυγούσα τους ανέμους», το οποίο αναφέρεται σε έναν άνθρωπο δίχως μέλλον που τριγυρνά στους δρόμους της Χαλκίδας και ασκεί διάφορα επαγγέλματα για να επιβιώσει.
Από μικρός διαμόρφωσε πολιτική συνείδηση και τάχθηκε στην Αριστερά. Αυτός ήταν ο λόγος που αποβλήθηκε από όλα τα Γυμνάσια της χώρας και μετακόμισε στην Αθήνα, όπου γνωρίστηκε με τον ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση, ο οποίος τον βοήθησε να πιάσει δουλειά ως βιβλιοθηκάριος της «Αθηναϊκής Λέσχης». «Εμένα που με βλέπεις μια μέρα θα πουλάω δικά μου βιβλία και θα γράφουν όλες οι εφημερίδες για μένα», είχε πει κάποτε ο Λουντέμης στον φίλο του, Γιώργο Αβτζή. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως δακτυλογράφος σε δικηγορικό γραφείο, όπου έγραψε τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν», που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1938.
Η καταδίκη σε θάνατο και η εξορία
Στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου συνελήφθη λόγω της δράσης του στις τάξεις της αριστεράς και καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Τελικά, η ποινή του δεν εκτελέστηκε και εξορίστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άι Στράτη όπου ήρθε σε επαφή με τον Θεοδωράκη, τον Ρίτσο, τον Θέμο Κορνάρο και πολλούς ακόμη διαννοούμενους της Αριστεράς. Το 1956 εκδίδεται το βιβλίο του «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» και λίγο αργότερα σε ομιλία του στο Παγκόσμιο Συνέδριο Ειρήνης στη Στοκχόλμη καταγγέλλει την πολιτική των διώξεων που επικρατου΄σε στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να του αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια.
Το 1958 μετέβη στη Ρουμανία, όπου έζησε μέχρι τη μεταπολίτευση το 1974. Στην πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα δήλωσε στον Μανώλη Μαυρομάτη ότι είναι τόσο πολλά και τόσο σπαρακτικά αυτά που νιώθει μετά την επιστροφή του στην πατρίδα που είναι αδύνατον να τα πει. “Η θάλασσα μας που είχα τόσα χρόνια να τη δώ, η Θεσσαλονίκη που είχα 35 χρόνια να τη δω αλλά πιο πολύ με συγκίνησε η ψυχή των ανθρώπων”, είχε πει και είχε αναφέρει ότι στη Ρουμανία έχει ένα κομμάτι από την καρδιά του γιατί εκεί έγραψε τα 3/4 των βιβλίων του.
Έφυγε από τη ζωή ξαφνικά σε ηλικία 65 ετών, στις 22 Ιανουαρίου 1977, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Πήγαινε στον Άλιμο να παραδώσει για δακτυλογράφηση τα τελευταία συμπληρωματικά χειρόγραφα που περιλάμβαναν τις εντυπώσεις του από το ταξίδι του στην Κίνα.
Υπήρξε παντρεμένος από τη δεκαετία του ’40 με μια θαυμάστρια του, την Έμυ Μαυρογιάννη, παρά τις αντιδράσεις των γονιών της. Παντρεύτηκαν στο σπίτι του Καραγάτση με κουμπάρο τον Άγγελο Σικελιανό, έζησαν σε ένα μικρό σπίτι στο Βύρωνα και απέκτησαν μια κόρη, τη Μυρτώ.
Σε αφιέρωμα του Φρέντυ Γερμανού στο σπουδαίο έργο του, έγινε αναφορά σε ένα γράμμα που είχε στείλει ο Λουντέμης στους φίλους του, στο οποίο έκανε μια μικρή αποτίμηση του έργου του:
«Αν τώρα με ρωτούσατε τι αποτελούν για μένα αυτά τα 35 βιβλία θα σας έλεγα μόνο μόχθο και σκέφτομαι τώρα με αφέλεια τι καλά θα ήταν αν γινόταν βολετό όλα τα βιβλία να γράφονταν μόνα τους για να ξαλαφρώσουν λιγάκι και τον πόνο του καημένου του συγγραφέα. Προπάντων εκείνα τα βιβλία που γράφονται στην ξενιτιά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου