Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

Αθανάσιος Διάκος: Από τους πρωτεργάτες του εθνικού ξεσηκωμού στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και ήρωας της μάχης της Αλαμάνας...


Ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε το 1788 στην Άνω Μουσουνίτσα Παρνασσίδας (το σημερινό χωριό Αθανάσιος Διάκος του νομού Φωκίδας). Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Μασαβέτας. 

Χειροτονήθηκε διάκονος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την καλογερική, όταν σκότωσε ένα Τούρκο αγά.
 
Η ποινή που του επιβλήθηκε, μετά τη σύλληψή του στη μάχη της Αλαμάνας, ήταν θάνατος διά ανασκολοπισμού και εκτελέστηκε την επόμενη μέρα, στις 23 του Απρίλη του 1821, στη Λαμία. 
 
Η λαϊκή φαντασία εμπνεύστηκε από τον μαρτυρικό θάνατό του το τετράστιχο:
 
Για δες καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά
και βγάζει η γης χορτάρι
=================
Υ.Γ. Κατά καιρούς έχουν εκδηλωθεί διάφορες απόπειρες παραχάραξης της ιστορικής αλήθειας γύρω από το επώνυμο και την γενέτειρα του Αθανασίου Διάκου. Έτσι, προβάλλονται ανυπόστατα παραμύθια προσωπικών απόψεων, που βέβαια δεν αντέχουν σε επιστημονική κριτική. Όλα ανεξαιρέτως τα επίσημα κρατικά έγγραφα είναι κατηγορηματικά και δεν αφήνουν κανένα απολύτως περιθώριο στους κιβδηλοποιούς της Ιστορίας για δήθεν άλλο επώνυμο πέραν του πραγματικού που είναι το Μασαβέτας και δήθεν άλλη γενέτειρα πέραν της πραγματικής που είναι η Άνω Μουσουνίτσα Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.
Επ’ αυτών βλέπετε σχετικά στον παρακάτω σύνδεσμο (Link):
==================
Ο Θάνατος του Διάκου
 
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα,
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
-Ουδ' ο Καλύβας έρχεται, ουδ' ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ-Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.
  -------------
Ο Διάκος σαν τ' αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή ν' εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
- Το στράτευμά μου σύναξε, μάσε τα παληκάρια,
δωσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις φούχτες
γλήγορα και να πιάσωμε κάτω στην Αλαμάνα,
όπου ταμπούρια δυνατά έχει και μετερίζια.
  -------------
Επήραν τ' αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάναν' έφτασαν κι' έπιασαν τα ταμπούρια.
-Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά μη φοβηθείτε,
ανδρεία ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε!
  -------------
Εκείνοι εφοβήθηκαν κι' εσκόρπισαν στους λόγγους.
Έμειν' ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες,
τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
  -------------
Σκίστηκε το τουφέκι του κι' εγίνηκε κομμάτια,
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά ν' εμπήκε,
έκοψε Τούρκους άπειρους κι' εφτά μπουλουκμπασάδες.
Πλην το σπαθί του έσπασε ν' απάν' από τη χούφτα
κι' έπεσ' ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ' εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
  -------------
Κι' Ομέρ Βριώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
- Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις,
να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσεις;
Κι' εκείνος τ' απεκκρίθηκε και με θυμό του λέει:
-Πάτε κι' εσείς και' η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ' απεθάνω.
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο πέντ' έξι ημερών ζωή να μου χαρίστε,
όσο να φτάσ' ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας.
  -------------
Σαν τ' άκουσ' ο Χαλίλμπεης με δάκρυα φωνάζει:
-Χίλια πουγγιά σας δίνω 'γω κι' ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
ότι θα σβήσει την Τουρκιά και όλο το Δοβλέτι.
 -------------
Το Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν,
Ολόρθο τον εστήσανε, κι' αυτός χαμογελούσε.
Την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
- Εμέν' αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη
ας είν' καλά ο Οδυσσεύς κι' ο καπιτάν Νικήτας,
αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι' όλο σας το Δοβλέτι.
===============
Η Πελοποννησιακή παραλλαγή του τραγουδιού
 
Τρεις περδικούλες κάθουνται στου Διάκου το ταμπούρι,
μίνια τηράει τη Λειβαδιά κι' άλλη το Καρπενήσι,
η Τρίτη νη καλύτερη μοιρολογάει και λέει:
  -------------
- Πολλή μαυρίλα ν' έρχεται στου Διάκου το ταμπούρι
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
- Μήτε ο Καλύβας έρχεται μητ' ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βριγιώνης, το σκυλί, με δεκοχτώ χιλιάδες.
  -------------
Και ο σεΐζης του μιλάει του Διάκου και του λέει:
- Διάκο, πάμε να φύγουμε, πάμε στην Αλασσόνα,
π' εκεί είν' ο τόπος δυνατός, ταμπούρια για να πιάσ' με
τ' ασκέρια σου κιοτέψανε και πήρανε τους λόγγους.
  -------------
Κι' έμειν' ο Διάκος μοναχός, με δεκοχτώ νομάτους,
τρεις ημερούλες πολεμάει και τρία μερονύχτια.
Εμαύρισε κι' αράχνιασε, σα μαύρη καλιακούδα,
απ' τις μπαρούτες τις πολλές κι' απ'τα πολλά τα σμπάρα.
  -------------
Τσακίστη το ντουφέκι του απ' τα πολλά ντουφέκια,
το 'σπασε το σπαθάκι του απάν' από τη χούφτα,
τότε τον πιάσαν ζωντανόν κειν' τα κοντοτουρκάκια.
  -------------
Κι' ο Ομέρ-Βριγιώνης, το σκυλί, του Διάκου πάει και λέει:
- Διάκο, Τούρκος δε γένεσαι, πασά για να σε κάνω;
- Τι λες, μωρέ βρωμόσκυλο, τι λες, μωρέ μουρτάτη;
εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θέλ’ απεθάνω.
  -------------
Τότε τον βάλαν στο σουβλί και παν να τόνε ψήσουν,
κι' ο Διάκος ετραγούδαγε της άνοιξης τραγούδι:
- Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει,
τώρα το Μάη, την άνοιξη, π' ανοίγουν τα λουλούδια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου