Πριν 84 χρόνια στις 27 Απριλίου 1941 στρατεύματα των Γερμανών ΝΑΖΙ της Βέρμαχτ εισβάλουν και καταλαμβάνουν την Αθήνα αφού είχε προηγηθεί η προέλαση των Γερμανικών δυνάμεων στη βόρεια και κεντρική Ελλάδα.
Στις 08.00 το πρωί της Κυριακής, 27 Απριλίου 1941, μοτοσικλετιστές και τεθωρακισμένα οχήματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Φριτς Ντίρφλιγκ, εισήλθαν από τα βόρεια προάστια στην Αθήνα.
Την ώρα εκείνη ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών έδινε το
τελευταίο ελεύθερο ανακοινωθέν του:
«Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι.
Έλληνες! Οι Γερμανοί εισβολείς βρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών. Αδέλφια
κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου. Ο εισβολεύς εισέρχεται
με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια. Έλληνες!
Ψηλά τις καρδιές. Προσοχή. Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα
είναι Ελληνικός, θα είναι Γερμανικός και θα μεταδίδει ψέματα. Έλληνες μην τον
ακούτε. Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχιστεί μέχρι της τελικής νίκης».
========================================================
Σε ένα καφενείο στους Αμπελόκηπους περίμεναν τους εισβολείς
οι τέσσερις άνδρες που παρέδωσαν την πόλη των Αθηνών. Ήταν ο φρούραρχος Αθηνών
υποστράτηγος Χρήστος Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κ. Πεζόπουλος και οι
δήμαρχοι Αθηναίων και Πειραιώς Αμβρόσιος Πλυτάς και Μιχ. Μανούσκος.
Το καφενείο στους Αμπελόκηπους ονομαζόταν «Λουξ» βρισκόταν στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας, απέναντι από την τότε έπαυλη Θων.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι δήλωναν πως η Αθήνα ήταν μια ανοχύρωτη πόλη που δεν είχε την πρόθεση να προβάλει αντίσταση.
Ο Γερμανός αντισυνταγματάρχης Φον Σέιμπεν όρισε ουσιαστικά πολιτικούς διοικητές των Αθηνών και του Πειραιά τους δύο δημάρχους, ενώ κατέστησε αιχμάλωτο πολέμου και υπεύθυνο για τυχόν εχθρικές πράξεις τον υποστράτηγο Χρήστο Καβράκο.
Τα γερμανικά στρατεύματα στις 03 Μαΐου 1941 παρελαύνουν στην Αθήνα, με τα «κατάκλειστα σπίτια», όπως έλεγε λίγες ώρες πριν την εισβολή των Γερμανών ΝΑΖΙ το τελευταίο ραδιοφωνικό μήνυμα της «ελεύθερης ακόμη Αθήνας».
Η επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας κατά της χώρας μας εκδηλώθηκε στις 5:15 το πρωί της 6ης Απριλίου 1941 στα οχυρά της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας, 45 λεπτά πριν από την προβλεπόμενη ώρα, σύμφωνα με τη γερμανική διακοίνωση που είχε επιδοθεί νωρίτερα στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή από τον γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα, πρίγκιπα Έρμπαχ.
Επιδίδοντας το τελεσίγραφο, ο Έρμπαχ τόνισε στον Κορυζή ότι ο πόλεμος δεν στρεφόταν κατά της Ελλάδας, αλλά κατά της Αγγλίας, που είχε σπεύσει προς βοήθεια της χώρας μας με 62.000 άνδρες και μεγάλη αεροπορική δύναμη. Ο Κορυζής είπε το δεύτερο ΟΧΙ, αυτή τη φορά στην ιταμή ναζιστική πρόκληση. Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας αποτελεί συνέχεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, που ξεκίνησε την 28η Οκτωβρίου 1940 με την ιταλική επίθεση στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Η γερμανική επίθεση είχε την κωδική ονομασία Μαρίτα και η εντολή για τη σχεδίασή της είχε δοθεί από τον Χίτλερ στις 13 Δεκεμβρίου 1940. Στόχος του γερμανού δικτάτορα ήταν η βοήθεια προς τον σύμμαχό του Μουσολίνι που ήταν στριμωγμένος από τους Έλληνες στην Αλβανία και η εξασφάλιση των νώτων του ενόψει της επικείμενης επίθεσής του στη Ρωσία (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα).
Το σχέδιο Μαρίτα δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα, αλλά και τη Γιουγκοσλαβία, τις μόνες χώρες των Βαλκανίων, μαζί με την Τουρκία, που δεν είχαν συμμαχήσει με τον Άξονα.
Τον διμέτωπο αγώνα κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας ανέλαβε η Γερμανική 12η Στρατιά υπό τον στρατάρχη Βίλχελμ Φον Λιστ, ο οποίος είχε στη διάθεσή του 680.000 άνδρες, 1.200 τανκς και 700 αεροπλάνα.
Η Ελλάδα παρέταξε 70.000 άνδρες στα οχυρά των Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων, με επικεφαλής τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, καθώς ο κύριος όγκος του Ελληνικού στρατού μαχόταν τους Ιταλούς στην Αλβανία. Οι αγγλικές δυνάμεις ήλεγχαν τον άξονα Τεμπών - Βερμίου, όμως το κέντρο του μετώπου ήταν ασθενές και η Θεσσαλονίκη ανοχύρωτη πόλη.
Η Γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στο μέτωπο των Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων κατά μήκος της Γραμμής των οχυρών Ρούπελ στην Ανατολική Μακεδονία και στα μεμονωμένα οχυρά του Εχίνου και της Νυμφαίας στη Θράκη. Ταυτόχρονα, Γερμανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν τον Πειραιά και τις ακτές έως τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, προκαλώντας ανθρώπινα θύματα και τεράστιες ζημιές.
Τα οχυρά του Ρούπελ είναι ένα φιλόδοξο οχυρωματικό έργο, στα πρότυπα της Γραμμής Μαζινό, που είχε κατασκευαστεί ως ασπίδα αποτροπής του Βουλγαρικού κινδύνου. Μεγάλο θαυμασμό και έκπληξη είχαν προκάλεσε στους Γερμανούς επιδρομείς οι κρυφές έξοδοι, χωρίς όμοιες σε άλλη οχύρωση, το σχετικά χαμηλό κόστος και το μικρό διάστημα κατασκευής. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν τα φατνώματα (θυρίδες) των οχυρών πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων και ότι οι Βούλγαροι δεν γνώριζαν τίποτα, εντυπωσιάζει μέχρι και σήμερα η τεχνική απόκρυψη και παραλλαγή, η άριστη ποιότητα σκυροδέματος, η έλλειψη ειδικού οπλισμού οχύρωσης και η τέλεια προσαρμογή του οπλισμού του στρατού εκστρατείας.
Οι υπερασπιστές των Οχυρών (Νυμφαία, Εχίνος, Λίσε, Ιστίμπεη, Περιθώρι, Ρούπελ, Πυραμιδοειδές, Παλουριώνες κ.ά.) αμύνθηκαν σθεναρά για τρεις ημέρες στις αλλεπάλληλες επιθέσεις των υπέρτερων γερμανικών δυνάμεων. Κάμφθηκαν μόνο όταν οι τεθωρακισμένες γερμανικές μεραρχίες, μετά την αστραπιαία κατάρρευση του νότιου Γιουγκοσλαβικού μετώπου, εισέδυσαν στα Σκόπια και από την κοιλάδα του Αξιού πέρασαν τα ΕλληνοΓιουγκοσλαβικά σύνορα στις 8 Απριλίου, παρακάμπτοντας τη Γραμμή Μεταξά. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη και κατέλαβαν την πόλη.
Οι υπερασπιστές των οχυρών, περικυκλωμένοι πλέον, έλαβαν εντολή από τον αρχιστράτηγο Παπάγο να συνθηκολογήσουν (9 Απριλίου). Τον ηρωισμό τους αναγνώρισαν ακόμη και οι αντίπαλοί τους, με εκδηλώσεις θαυμασμού και τιμητικά αγήματα για τους αιχμάλωτους έλληνες μαχητές. Οι ελληνικές απώλειες σε όλο το μέτωπο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ανήλθαν σε περίπου 1.000 νεκρούς και τραυματίες. Οι αντίστοιχες γερμανικές ανήλθαν σε 555 νεκρούς, 2.134 τραυματίες και 170 αγνοούμενους, αριθμός που αντιστοιχεί στο μισό των συνολικών απωλειών τους στη διάρκεια της επιχείρησης Μαρίτα, γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος της ελληνικής αντίστασης.
Κατά τις επόμενες μέρες, η προέλαση των Γερμανών προς Νότο υπήρξε ραγδαία, με την κατάρρευση και του μετώπου της Αλβανίας. Έως τις 30 Απριλίου είχε καταληφθεί ολόκληρη η ηπειρωτική Ελλάδα και η χώρα βρέθηκε υπό τριπλή κατοχή: γερμανική, ιταλική και βουλγαρική.