"Ολόκληρη
η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα
πεθάνω ποτέ, αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα".
Τάσος Λειβαδίτης.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::
Σαν σήμερα στις 30 Οκτωβρίου του 1988, πέρασε στην Αθανασία, ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές της γενιάς του και έναν από τους σπουδαιότερους της ελληνικής λογοτεχνίας.
Tο 1940 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Αθήνας. Δεν θα τελειώσει όμως ποτέ, καθώς τον κερδίζει η Αντίσταση, οργανώνεται στην EΠON. Στην καρδιά της Κατοχής το 1943, χάνει τον πατέρα του, ενώ αργότερα, όντας στην Μακρόνησο (1951), χάνει και τη μητέρα του. Tο 1946 παντρεύεται τη Mαρία, δευτερότοκη κόρη του Γεωργίου Στούπα και της Αλεξάνδρας Λογοθέτη. Tου στάθηκε στήριγμα όχι μόνο στα σκληρά χρόνια της εξορίας του ποιητή, συντηρώντας και την μητέρα του αλλά και φύλακας – άγγελος σε όλη του τη ζωή. Την ίδια χρονιά κάνει και την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση δημοσιεύοντας το ποίημα «Tο τραγούδι του Χατζηδημήτρη» στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη.
Ο Λειβαδίτης ήταν μια πολιτική οντότητα, όπου μέσα σε μια ιδιαίτερα τεταμένη περίοδο για τη χώρα, έδρασε με στόχο την ελευθέρια, την αγάπη και την αξιοπρέπεια για τον άνθρωπο. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1945 έως το 1951.
Με τη λήξη των Δεκεμβριανών συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (1945) αφήνεται ελεύθερος. Τον Ιούνιο του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο.
Το 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο.
Επειδή δεν υπέγραψε δήλωση μετάνοιας μεταφέρεται στον Άι Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951.
Το ποίημα «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε.
Το 1955 ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Εφετείο για το συγκεκριμένο έργο του. Πλήθος κόσμου και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά.
Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Λειβαδίτης βυθίζεται στη σιωπή και μένει άνεργος.
Έτσι κατέληξε να γράφει σε ένα νεανικό λαϊκό περιοδικό της εποχής, το Φαντάζιο, μαζί με πολλούς ακόμα διωγμένους αριστερούς, από τον κριτικό κινηματογράφου Γιάννη Μπακογιαννόπουλο μέχρι τον συγγραφέα του Λοιμού, τον Αντρέα Φραγκιά, και τον Αλέξανδρο Κοτζιά που εκείνο το διάστημα ήταν στη φυλακή.
Με το ψευδώνυμο Ρόκκος, ο Λειβαδίτης δούλεψε μια σειρά από βιογραφίες λογοτεχνών και ακόμα μια σειρά από περιλήψεις, σε μορφή εκτενών διηγημάτων, μεγάλων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ειδικά η δεύτερη σειρά είναι υποδειγματική ως προς τη γραφή της και τον τρόπο απόδοσης του πνεύματος των έργων που πραγματεύεται.
Tο 1972, εκδίδει το βιβλίο «Νυχτερινός Επισκέπτης, που οι κριτικοί το θεωρούν έναρξη της β’ φάσης του έργου του. Παράλληλα αποστασιοποιείται από την πολιτική δράση και κάνει μια βαθιά στροφή ενδοσκόπησης, αναδεικνύοντας το μεγάλο φιλοσοφικό βάθος του έργου του, ακολουθώντας έναν μοναχικό δύσβατο και πρωτοποριακό δρόμο στην μεγάλη του τέχνη.
Η
λογοτεχνική του πορεία μπορεί να διαιρεθεί σε 3 φάσεις. Την «επαναστατική», την
«συμβολική-αλληγορική» και την «υπαρξιακή».
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία»
(1961),
1) «Της εξορίας» (1976),
2) «Πολιτεία Γ’ (1976),
3) «Τα Λυρικά» (1977),
4) «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987),
5) Με τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980),
6) Με τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή τον Βασίλη
Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου,
7) Με τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση
Τάσου Λειβαδίτη» (1997)
8) Και με το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου»
(2003).
Συνυπέγραψε
ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών
1) «Ο θρίαμβος» και
2) «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά,
Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και
Αγγλικά.
Τιμήθηκε
1) Με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία
(1953
2) για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»),
3) Με το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957
4) Για τη συλλογή του «Συμφωνία αριθμός 1»),
5) Με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976
6) Για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»),
7) Με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979
8) Για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»)
Υπήρξε
ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.
Ο Τάσος
Λειβαδίτης ήταν σίγουρα ένας ποιητής που πάλλονταν με την εποχή του. Τα
ποιήματα του δημιουργούν στον αναγνώστη την εικόνα και το όνειρο του
ανεκπλήρωτου έρωτα και της ανθρώπινης γαλήνης.
Η αντίσταση του ήταν και υπαρξιακή και πνευματική.
Η λογοτεχνική κληρονομιά που άφησε είναι διαχρονική ακόμα και σήμερα καθώς η
ειρήνη που ζητά, ο έρωτας που αναζητά, η αγάπη που προσδοκάει και η επανάσταση
που υψώνει είναι στοιχεία, τα οποία στις μέρες μας είναι πιο ουτοπικά από ποτέ.
Αποτελεί τον
αγαπημένο μου ποιητή.
Τον ποιητή που με εκφράζει και μου δημιουργεί συναισθήματα αγάπης, λύπης,
αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, αντίδρασης και ακινησίας.
Η πραγματική επανάσταση είναι μέσα μας και το κλειδί του καθενός για να
απελευθερωθεί από τα δεσμά, βρίσκεται στην τσέπη του.
*Τον
Οκτώβριο του 1988 ο ποιητής εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο και
υποβάλλεται σε δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής,
διάρκειας 5 ωρών η καθεμία, που όμως δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988.
Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον
τίτλο: «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να
λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα
πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκαιο.
Θα βγείς
στους δρόμους, θα φωνάξεις,
τα χείλια σου θαματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό
σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε
βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή
σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε
χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε:
μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να
θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις
χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται
την ώρα που
παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή
αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι
άνθρωποι θα χάνονται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και
σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια
ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις
καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να
λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να
λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να
χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου,
την
αγαπημένη ή το
παιδί σου.
Δε θα
διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς
τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ’ απαρνηθείς
τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον
τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε
τίποτα δε θα δειλιάσεις
κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω,
είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο
σκυμμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου.
Να την ακούς
να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ
πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ
είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ’ άστρα,
για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να
λέγεσαι άνθρωπος.
………………………
Αν θέλεις να
λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να
χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή
για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και
μες στη φυλακή
θα θυμάσαι
πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου
και τον κόσμο.
Εσύ και μες
απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίσεις
τον δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι΄ όταν μες
στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς
τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ’ τ’ άλλο
μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας
βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου
και ν’
ασπρίζουν τα μαλλιά σου δεn θα γερνάς.
Εσύ και μες
στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και
νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να
λέγεσαι άνθρωπος.
……………………..
Αν θέλεις να
λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να
μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς
στην απομόνωση θα γράψεις
ένα μεγάλο
τρυφερό γράμμα
στη μάνα σου
Θα γράψεις
στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά
του ονόματ;oς σου και
μια λέξη: Ειρήνη
σα να 'γραφες
όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς
να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς
να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να
στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς,
απάνω απ΄ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς
τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας
πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να
λέγεσαι άνθρωπος.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
"Έρωτας" (απόσπασμα).
Όλη τη νύχτα
πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν,
στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο
ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια
κραυγή σα
ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν,
θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
κάπου μακριά.
Κι όταν
ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκαλα
ξεβρασμένα
στην όχθη ενός
καινούργιου μάταιου πρωινού.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Μάταιες Αποφάσεις.
Κάθομαι
μερικές φορές και σκέφτομαι:
να μπορούσα,
λέει, να ξαναγυρίσω στο παρελθόν
να
τακτοποιήσω μερικά πράγματα,
ν’ αποτελειώσω
κάποια άλλα.
Όμως τί
σημασία θα ’χε;
Είμαι
κουρασμένος από τόσους χωρισμούς,
τόσα πρωινά,
τόσα απογεύματα.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Μη χάνεις το θάρρος σου.
Μη χάνεις το
θάρρος σου, εμείς πάντα το ξέραμε
πως δε
χωράει μέσα στους τέσσερις τοίχους
το μεγάλο
μας όνειρο.
Εμάς τα
σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι
που στα
σπλάχνα τους κοιμούνται
τόσοι
σκοτωμένοι.
Θα θυμάμαι
πάντοτε τα φιλιά σου
που κελαηδούσαν σαν πουλιά
θα θυμάμαι τα μάτια σου
φλογερά και μεγάλα
σαν δυο
νύχτες έρωτα μέσα στον άγριο πόλεμο.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Σε περιμένω παντού.
Κι αν έρθει
κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να ‘χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη
μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα
σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων και τα
καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι
πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι,
ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι
απέραντα, γιατί σ’ αγαπώ.
Κλείσε το
σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
και προχώρα. Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται
ένα ψωμί στα οκτώ, εκεί που κατρακυλάει
ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων.
Σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο… εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Βιολί για μονόχειρα.
…ακόμα κι η
ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη
διηγούμαι σε κάποιον…
…ή ο
παιδικός μας φίλος, που καθισμένοι στο πεζούλι τα βράδια
μοιράζαμε
τον κόσμο – αλλά εγώ τον έκλεβα.
…έτσι δεν
μπόρεσα ν” αποτελειώσω καμιά ηλικία…
…σαν ένα
παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα δικό του…
…ώ έρημοι δρόμοι,
που μπορείς όλα να τους τα πείς, χωρίς να τ” ακούσουν…
…το πιο θανάσιμο αμάρτημα είναι να μήν αγαπάς τον εαυτό σου…
… ακριβώς
όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ” ένα χέρι βιολί,
όταν με τ”
άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του…
… και το
πρωί θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο για να πονέσεις.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
"Συμφωνία αριθμός 1" (απόσπασμα).
Και σμίγουν
και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν
παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.
Γιατί ο
έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Γιατί οι
άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν
μια θέση στη
ζωή των άλλων.
Και τότε
κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι
πιο καλοί επαναστάτες.
Και μένουμε
ανυπεράσπιστοι ξαφνικά,
σαν ένα
νικητή μπροστά στο θάνατο
ή έναν νικημένο αντίκρυ στην αιωνιότητα.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (απόσπασμα).
Ναι,
αγαπημένη μου.
Πολύ πριν να
σε συναντήσω εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε
περίμενα.
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το
πρωινό,
εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας,
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό,
αυτά τα
δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να
κρατήσω
πόσο σου πήγαιναν.
Α, θάθελα να
φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου,
της μητέρας
σου τα γόνατα που σε γέννησαν
για μένα να
φιλήσω όλες τις καρέκλες που
ακούμπησες
περνώντας με το φόρεμά σου,
να κρύψω σαν
φυλακτό στον κόρφο μου
ένα μικρό
κομμάτι απ’ το σεντόνι που κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα
ακόμα και να χαμογελάσω στον άντρα
που σ’ έχει
δει γυμνή πριν από μένα, να του χαμογελάσω,
που του
δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία.
Γιατί εγώ,
αγαπημένη μου,
σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’
τον έρωτα,
εγώ σου
χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα,
τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο
μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Ανάσταση.
"Δε σ’
ακολουθώ πια" φώναξα,
μα εκείνος
μ’ έσπρωξε,
το αμάξι
κατρακύλησε μες στη νύχτα,
πού
πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα,
στέκανε οι
Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε
για να μη
μας γκρεμίσουν,
…κι οι
οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι,
με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή,
φορούσαν κάτι σταχτιά,
στραπατσαρισμένα καπέλα,
απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό,
μαζί με τα παιδιά
και τους σαστισμένους,
…κι αυτό το
κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε
να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του,
ενώ
εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης,
που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι
μαζί του,
…έπρεπε να
ξεφύγω,
γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο
σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα
όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε
η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε
και γονάτισε δίπλα μου,
…τότε τον
ακολούθησα,
κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο,
«πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν»
είπε
λυπημένος,
…γιατί αν
χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό,
πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο
δρόμο.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Σε παλιό στυλ.
Οι εραστές
είναι ακριβά, ένδοξα κύπελλα, όπου ο ένας πίνει τον άλλον.
Το πρωί
πηγαίνουν σε ολοπόρφυρους, βασιλικούς δρόμους
και το βράδυ
πλαγιάζουν σε κρεβάτια κι από θρύλους πιο βαθειά.
Κι αν καμιά
φορά τους δεις να παραπατάνε
ή να
παίρνουν μονοπάτια άγνωστα και μυθικά - μην ξαφνιαστείς,
γιατί οι
εραστές είναι τυφλοί, με τα ωχρά τους βλέφαρα κλειστά
ο ένας απ’
τη λάμψη του άλλου.
Οι εραστές
δε βλέπουν, μόνο
αγγίζονται,
μα οι ρόγες
των δακτύλων τους είναι τα ίδια τα πελώρια,
τα πάντα έκπληκτα, μάτια του Θεού.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου