Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Η ίδρυση της ΕΠΟΝ. Πολεμάμε και τραγουδάμε…






 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Video: https://www.youtube.com/watch?v=RvidRcpHnpo&t=3s

Σύνδεσμος (Link):
https://www.kar.org.gr/2016/02/16/polemame-ke-tragoudame-i-idrysi-tis-epon/

Η ΕΠΟΝ ιδρύθηκε ύστερα από πρωτοβουλία και απόφαση, της Κ.Ε. του ΕΑΜ ΝΕΩΝ. Στην ιστορική εκείνη απόφαση, ανάμεσα σε άλλα, αναφερόταν: «Μπροστά στους νέους της χώρας μας ανοίγονται καινούργιοι μεγάλοι αγώνες που μόνο ενωμένοι ο ένας κοντά στον άλλο θα μπορέσουμε να τους φέρουμε στο νικηφόρο τέλος τους. Η σημερινή κρίσιμη καμπή του αγώνα απαιτεί την πιο πλατιά ενότητα στους σκοπούς, τη δράση και την οργάνωση της νέας γενιάς. Μονάχα μια πλατιά ενιαία εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση όλων των νέων θα σταθεί αντιμέτωπη στα μέτρα εξόντωσης του καταχτητή. Μονάχα μία τέτοια οργάνωση θα οδηγήσει την νέα γενιά στην κατάχτηση της εθνικής λευτεριάς, την κατοχύρωση ενός λαοκρατικού καθεστώτος και την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των νέων στη ζωή και τον πολιτισμό».

Όταν όλα ήταν έτοιμα, η Κ.Ε. του ΕΑΜ Νέων αποφάσισε τη δημιουργία της νέας Οργάνωσης που θα ονομαζόταν Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ). Στην απόφαση αυτή αναφερόταν ο ενιαίος χαρακτήρας της νέας Οργάνωσης με την αυτοδιάλυση των ξεχωριστών οργανώσεων και υπογραμμιζόταν ότι: «Μπρος στον κίνδυνο του ολοκληρωτικού αφανισμού της νέας γενιάς απ’ την πείνα και την επιστράτευση, την ομηρία και την ομαδική σφαγή των αθώων, με βαθιά κατανόηση των κοινών πόθων και ιδανικών η Κ.Ε. του ΕΑΜ πήρε την απόφαση της δημιουργίας μιας γιγάντιας και μονολιθικής Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωση Νέων… Η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση ΕΠΟΝ είναι εθνικοαπελευθερωτική στις συνθήκες της υποδούλωσης και πέρα απ’ αυτές μια οργάνωση αντιφασιστική- προοδευτική, αντιπολεμική- φιλειρηνική»


 

23 Φλεβάρη 1943. «Με το σούροπο η ιδρυτική σύσκεψη είχε τελειώσει. Σε ένα δωμάτιο του ίδιου σπιτιού είχε συνέλθει κιόλας η Α’ Ολομέλεια του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ. Οι αντιπρόσωποι δυο δυο γλιστρούσαν από το σπίτι στην πολιτεία. Η βροχή που είχε αρχίσει από το χτεσινό απόγευμα, απόψε σταμάτησε. Κατά τη δύση ο ήλιος είχε μια καλοκαιριάτικη φωτεινάδα. Ετούτο το βράδυ ο φοιτητής αντάμωσε τους πρώτους ΕΠΟΝονίτες, τους μίλησε γι’ αυτό το ξεκίνημα. Για την ΕΠΟΝ». 

ΠΟΛΕΜΑΜΕ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΜΕ

Η ΑΦΙΣΑ, που δούλεψε ο καλλιτέχνης της ΕΠΟΝ Γιάννης Στεφανίδης μας δίνει σ’ όλη της την αλήθεια την εξηντάχρονη αυτή διαδρομή. «Πολεμάμε και τραγουδάμε…», όπως τότε στα μακρινά χρόνια έτσι και σήμερα. Με τα λάβαρα της ΕΠΟΝ μια ολόκληρη γενιά, μαζί της και τ’ αετόπουλα μέσα σε σκληρές, άγριες συνθήκες, απέκρουσε τις τεράστιες και πολύπλευρες προσπάθειες των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους να τη σύρουν στην εξαθλίωση και στην υποταγή…

ΤΟΣΑ χρόνια από τότε δεν είναι βέβαια λίγα. Κι εμείς πάντα θέλουμε να κρατάμε τις συντροφικές εκείνες μορφές, τα στελέχη του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ, που μόλις είχαν φτάσει από τα ξερονήσια και αμέσως θ’ άρχιζαν τον αγώνα και θα συντελούσαν αποφασιστικά στην ίδρυση της ΕΠΟΝ. Ποιος δε θυμάται τους νεολαίους της ΟΚΝΕ και τη μεγάλη προσφορά τους στην οργάνωση και καθοδήγηση του αντιστασιακού αγώνα; Ξεχνιέται μήπως της Ηλέκτρας η διδαχή της τους πρώτους κατοχικούς μήνες κι αργότερα με τη συγκρότηση της ΕΠΟΝ; ΣΕ ΜΙΑ συζήτηση, πολλά χρόνια αργότερα η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη θα ξετύλιγε τις αναμνήσεις της για την ΕΠΟΝ και τη δράση της στα χρόνια της Κατοχής. Η ποιήτρια του Αγώνα θυμάται, πως είχε μπει στην Αντίσταση όταν πήρε ένα μήνυμα από το μεγάλο δάσκαλό της το Δημήτρη Γληνό, πως ως παιδαγωγός και ως λογοτέχνης έπρεπε να σταθεί κοντά στην ΕΠΟΝ και να βοηθήσει τα νέα παιδιά στον ωραίο σκοπό τους, που δεν ήταν μόνο ο αγώνας αλλά και η μόρφωση καθώς και η διάπλαση ηθικού και ανώτερου χαρακτήρα.



Έκτακτη έκδοση της «Λευτεριάς», 5/2/1943 και
το πρώτο φύλλο της «Νέας Γενιάς», 22/3/1943

Η ΕΠΟΝ, προσθέτει η ποιήτρια της νιότης, δεν ήταν μόνο μια πολιτική και μαχητική οργάνωση νεολαίας. Ηταν επίσης ένα μεγάλο σχολειό, που καλλιεργούσε το πνεύμα, το ήθος τη λεβεντιά. Η δουλιά μας στον πνευματικό τομέα κατευθυνόταν από ομάδα παιδαγωγών και εξαίρετων πνευματικών ανθρώπων, όπως τον Κ. Σωτηρίου, τον Γιάννη Ιμβριώτη, τη μεγάλη παιδαγωγό Ρόζα Ιμβριώτη και τον Μιχ. Παπαμαύρο… Η μόρφωση ήταν από τους βασικούς στόχους μας. Γι’ αυτό ακριβώς μόλις απελευθερωνόταν μια γειτονιά, τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, με τους Γερμανούς ακόμα στο Κέντρο της Αθήνας, η πρώτη μας έγνοια ήταν ν’ ανοίξουμε τα σχολεία… ΘΥΜΑΜΑΙ, προσθέτει, τις πεζοπορίες μας σ’ αυτούς τους ακραίους συνοικισμούς, τότε που δεν είχε συγκοινωνίες, τη μεγάλη μας κούραση αλλά και τη βαθιά μας ικανοποίηση. Κοντά στους νέους εκείνους με την ασίγαστη αγωνιστική φλόγα έκανα φτερά, όπως και σ’ όλη την εκπαιδευτική σταδιοδρομία μου. Και η ΕΠΟΝίτισσα Σοφία θα προσθέσει: … Οι νέοι, που θα μου μείνουν αξέχαστοι είχαν ένα κοινό γνώρισμα: τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση. Τους γνώρισα με ψευδώνυμα: Ο «Αντώνης», ο «Διονύσης», ο «Πέτρος» ο «Αγγελος»… εγώ γι’ αυτούς ήμουν η «Κλειώ», μα φυσικά όλοι ήξεραν το πραγματικό μου όνομα. Γι’ αυτό από εντιμότητα μου φανέρωσαν και τα δικά τους ονόματα. Πιστή ακόμη σ’ εκείνη τη συνωμοτικότητα δε θα τ’ αναφέρω. Μα και για ένα δεύτερο λόγο. Δε θέλω να παραλείψω κανέναν κι η μνήμη μου δεν τους συγκρατεί όλους. Εξάλλου, για μένα, καθένας και όλοι μαζί ήταν η ΕΠΟΝ. ΘΥΜΟΤΑΝ και πάντα το ανέφερε το πώς έφταναν συχνά στα χέρια της τα ύστατα εκείνα αποχαιρετιστήρια σημειώματα ΕΠΟΝιτών που οι δήμιοι τους οδηγούσαν στην εκτέλεση. Δωρικά επιγράμματα, που πυρπολούσαν. Που έδωσαν έμπνευση για να γραφτούν πολλά ποιήματα της Σοφίας, που χωρίς το όνομά της δημοσιεύτηκαν τότε κυρίως στη «Νέα Γενιά» αλλά και σ’ άλλα παράνομα έντυπα. ΜΕ ΤΗ χρυσή, λοιπόν, της νιότης μας πανοπλία… Το θυμάστε, είναι ο δικός μας ΕΠΟΝίτικος ύμνος με τη φλογερή πένα της Σοφίας. Στις στράτες ξανά του αγώνα στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, Σάββατο μεσημέρι 15 του Φλεβάρη, για να σταματήσουμε το αποτρόπαιο έγκλημα, τον πόλεμο που είναι πανέτοιμοι να εξαπολύσουν οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές κι οι υποταχτικοί τους. ΠΑΡΟΝΤΕΣ όλοι στο χρέος αυτό το υπέρτατο ορθοστατούντες και ορθοβαδίζοντες.


 

Η ιδρυτική σύσκεψη Η ιδρυτική σύσκεψη της ΕΠΟΝ πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες παρανομίας στις 23 Φεβρουαρίου του 1943, σε ένα σπίτι στην οδό Δουκίσσης Πλακεντίας 3 στους Αμπελόκηπους. Στη σύσκεψη πήραν μέρος αντιπροσωπείες από τις παρακάτω οργανώσεις: «Αγροτική Νεολαία Ελλάδος», «Ενιαία Εθνικοαπελευθερωτική Εργατοϋπαλληλική Νεολαία», «Ενιαία Μαθητική Νεολαία», «Ενωση Νέων Αγωνιστών Ρούμελης», «Θεσσαλικός Ιερός Λόχος», «Λαϊκή Επαναστατική Νεολαία», «Λεύτερη Νέα», «Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος», «Σοσιαλιστική Επαναστατική Πρωτοπορία Ελλάδος», «Φιλική Εταιρεία Νέων». Επίσης συμμετείχαν τα μέλη της Κ.Ε. του ΕΑΜΝ, αντιπροσωπείες του ΕΑΜΝ Μακεδονίας και Πελοποννήσου καθώς και αντιπροσωπεία του εθνικού συμβουλίου των φίλων της νέας Γενιάς. Με την ίδρυση της ΕΠΟΝ οι προαναφερόμενες οργανώσεις αυτοδιαλύθηκαν και συγχωνεύτηκαν στις γραμμές της. Το αυτό ίσχυσε και για το ΕΑΜ Νέων που ήταν τμήμα νεολαίας του ΕΑΜ και είχε ιδρυθεί στις 5 Φλεβάρη 1942 στην Αθήνα με πρωτοβουλία της ΟΚΝΕ και με τη συμμετοχή, αρχικά, των οργανώσεων «Φιλική Εταιρεία Νέων», «Σοσιαλιστική Επαναστατική Πρωτοπορία», «Δημοκρατική Ενωση Νέων» και «Ελευθέρια». 

Η ΕΠΟΝ, σύμφωνα με τα ιδρυτικά της κείμενα και το καταστατικό της, ως σκοπούς είχε: 
Την εθνική απελευθέρωση, την πλέρια ανεξαρτησία και ακεραιότητα της Ελλάδας με καθημερινό και αδιάκοπο αγώνα.
Την υπεράσπιση των συμφερόντων και δικαιωμάτων της νέας γενιάς στη ζωή, στη μόρφωση και στον πολιτισμό.
Την εξολόθρευση του φασισμού τόσο στα χρόνια τη κατοχής όσο και μετά με όποια μορφή κι αν παρουσιαζόταν.
Τον αγώνα κατά των ιμπεριαλιστικών πολέμων για την κατοχύρωση της ειρήνης με βάση την αυτοδιάθεση των λαών και νεολαιών και την αδελφική συνεργασία τους.
Την ανοικοδόμηση της Ελλάδας από τα ερείπια του πολέμου προς το συμφέρον και την ευημερία ολόκληρου του λαού της 

Κεντρικό δημοσιογραφικό όργανο της ΕΠΟΝ ήταν η «Νέα Γενιά» που στα χρόνια της αντίστασης κυκλοφορούσε σαν εφημερίδα και μετά την Βάρκιζα σαν περιοδικό. Τα ΕΠΟΝίτικα έντυπα ήταν δεκάδες σε όλη τη χώρα.

Ακολουθεί το Ιδρυτικό πρώτο κείμενο της ΕΠΟΝ:

Σήμερα 23 Φλεβάρη 1943 συνήλθε στην Αθήνα Πανελλαδική Σύσκεψη στην οποία πήραν μέρος:

α) Οι αντιπροσωπείες εθνικών οργανώσεων Νέων:

1) «Αγροτικής Νεολαίας Ελλάδος»,
2) «Ενιαίας Εθνικοαπελευθερωτικής Εργατοϋπαλληλικής Νεολαίας»,
3) «Ενιαίας Μαθητικής Νεολαίας»,
4) «Ένωσης Νέων Αγωνιστών Ρούμελης»,
5) «Θεσσαλικού Ιερού Λόχου»,
6) «Λαϊκής Επαναστατικής Νεολαίας»,
7) «Λεύτερης Νέας»,
8) «Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος»,
9) «Σοσιαλιστικής Επαναστατικής Πρωτοπορίας Ελλάδος»,
10) «Φιλικής Εταιρείας Νέων».

β) Αντιπροσωπεία του ΕΑΜΝ Μακεδονίας, Πελοποννήσου και τα μέλη της ΚΕ του ΕΑΜΝ.

γ) Αντιπροσωπεία του Εθνικού Συμβουλίου των φίλων της νέας γενιάς.

Σελίδες ηρωισμού Στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και μετά, η ΕΠΟΝ έγραψε απαράμιλλες σελίδες ηρωισμού. Η παρουσία της αποδείχτηκε αναντικατάστατη και η συμβολή της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα μοναδική. Από τις γραμμές της πέρασαν 600 με 700 χιλιάδες νέοι και νέες, από τους οποίους 35 χιλιάδες έγιναν ανταρτοεπονίτες μαχητές του ΕΛΑΣ και 36 χιλιάδες αγωνίστηκαν στον ΕΛΑΣ των πόλεων, στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και στα έμπεδα.

Σε 1.300 υπολογίζονται οι ΕΠΟΝίτες αντάρτες που έπεσαν στο πεδίο της μάχης ενώ άγνωστος παραμένει ο αριθμός αυτών που έπεσαν στις διαδηλώσεις των πόλεων, που εκτελέστηκαν, που πέθαναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή που πιάστηκαν και βασανίστηκαν από τις αρχές κατοχής και τα όργανά τους . Μ’ αυτή τη δράση και μ’ αυτές τις θυσίες κέρδισε την εκτίμηση και την αναγνώριση όλων των αντιστασιακών νεολαιών της Ευρώπης ως η κορυφαία, η μοναδική νεολαιίστικη οργάνωση της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης.

Η δύναμη, η δράση και η επιρροή της ΕΠΟΝ, ήταν τεράστια στους νέους ανθρώπους. Ποτέ άλλοτε το κίνημα νεολαίας δεν έφτασε σε αυτά τα επίπεδα. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο- και για τις προοδευτικές της ιδέες-, προκάλεσε την οργή και το μίσος της ντόπιας και ξένης αντίδρασης, με αποτέλεσμα να υποστεί ανείπωτους διωγμούς στη μεταπελευθερωτική περίοδο και ιδιαίτερα στην περίοδο μετά τη Βάρκιζα με τελική κατάληξη, στα τέλη του 1947, με τον περιβόητο Ν. 509, να τεθεί εκτός νόμου. Επειτα από αυτή την εξέλιξη η ΕΠΟΝ πέρασε στην παρανομία ενώ στις αρχές του 1949 ανασυγκροτήθηκε στο βουνό, στο πλαίσιο της δράσης του ΔΣΕ. Συνέχισε, όμως, να υπάρχει παράνομα στις πόλεις- κυρίως στην Αθήνα- και μετά την ήττα του ΔΣΕ για να συγχωνευτεί μετεμφυλιακά στις νόμιμες οργανώσεις Νεολαίας της Αριστεράς, όταν αυτό κατέστη δυνατό.

Η ΕΠΟΝ, όπως και το ίδιο το ΕΑΜ και η Νεολαία Λαμπράκη αργότερα, χρησιμοποιώντας το ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο της τότε συγκυρίας (Αντίσταση, αντιφασισμός, πατριωτισμός, λαϊκή υπερηφάνεια), κατάφερε να προσεγγίσει ένα τεράστιο κομμάτι της ελληνικής νεολαίας και διά αυτού του δρόμου να το φέρει σε επαφή με τα αριστερά πολιτικά προτάγματα. Από τις ανάγκες και την ιδεολογία των πολλών, έφτασε στην ιδεολογία της Αριστεράς. Και έτσι, κατάφερε να προσφέρει στους ανθρώπους μία ταυτότητα. Ξέρουμε πως οι ταυτότητες, ειδικά οι συλλογικές, είναι κρίσιμο στοιχείο για την πολιτική δραστηριοποίηση, για τη δυνατότητα των ανθρώπων να κινητοποιούνται.

Οι νέοι λοιπόν γίνονταν «ΕΠΟΝίτες», έμπαιναν σε μία συλλογικότητα, αποκτούσαν ένα αίσθημα του «συνανήκειν» και συλλογικές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, δίνοντας έτσι στη ζωή και τη δράση τους ένα νέο όραμα και νόημα, συλλογικό, για αυτό και πολύ ισχυρό. Και αυτήν την ταυτότητα του ΕΠΟΝίτη την συγκροτούσαν και τα ίδια τα μέλη της ΕΠΟΝ, χωρίς να υπερισχύει κάποιος φόβος πως αυτό θα αλλοίωνε τον αριστερό χαρακτήρα της οργάνωσης


πηγές:

1) www.imerodromos.gr

2) www.efsyn.gr

3) www.alfavita.gr




Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Μια πραγματική ιστορία - Το αγοράκι με τα λαχεία και τα μπαλόνια


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφιερωμένο σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου

Του Ευάγγελου Ιωακειμίδη [*]

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 08-1-2023 στο ένθετο ΝΗΣΙΔΕΣ
https://www.efsyn.gr/nisides/373541_mia-pragmatiki-istoria

Κείνοι που συλλογίζονταν με το κεφάλι μες στα χέρια,

Κείνοι που μετρούσαν λυπημένα το δρόμο,

Κείνοι που δάγκωναν με σφιγμένα δόντια τις βρισιές,

Κείνοι ήταν πάντα οι περισσότεροι.

Κι ήταν πιο αληθινοί, και πιο δικοί μου.

 

Μενέλαος Λουντέμης
===================

«Το αγοράκι με τα λαχεία και τα μπαλόνια»

       Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει· το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου 1967 πλησίαζε. Αλλά, παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό αγοράκι, πεινασμένο και θλιμμένο, γύριζε στους δρόμους πουλώντας λαχεία και μπαλόνια.

Μια κρύα παραμονή Πρωτοχρονιάς οι κάτοικοι της χιονισμένης πόλης -χαρούμενοι και ζεστά ντυμένοι με τα όμορφα παλτουδάκια τους, φορτωμένοι με ψώνια και δώρα- περπατούσαν βιαστικοί προς τα σπίτια τους, αγνοώντας ένα μικρό πλανόδιο αγοράκι που φώναζε «πάρτε, κύριοι, πρωτοχρονιάτικα λαχεία. Σήμερα με την αλλαγή του χρόνου κληρώνει».

 

Έτσι, λοιπόν, το αγοράκι περπατούσε πεινασμένο και θλιμμένο μέσα στο κρύο. Κρατούσε ένα κοντάρι στο χέρι του με λαχεία και στο άλλο μπαλόνια, και στην τσέπη του είχε τις πενιχρές εισπράξεις απ’ τα λίγα λαχεία που είχε πουλήσει στους δρόμους. Δεν είχαν αγοράσει εκείνη την ημέρα μπαλόνια παρά μόνο μερικά λαχεία. Μόνο μερικά λαχεία είχε πουλήσει σε κάποιους περαστικούς κι αυτοί τα αγόρασαν επειδή το είδαν παιδί και σκέφτηκαν πως μπορεί να ήταν τυχερό.

 

-Είσαι τυχερός, ρε; τον ρώτησαν.

 

Το παιδάκι χαμογέλασε πικρά! Τι ειρωνεία!

Σήκωσε το βλέμμα του και τους κοίταξε μ’ εκείνα τα θλιμμένα μάτια και τους απάντησε «ναι, ναι».

 

-Διάλεξέ μας τότε από ένα πρωτοχρονιάτικο λαχείο για να δούμε πόσο τυχερός είσαι! Άντε, κάνε γρήγορα μικρέ γιατί παγώσαμε.

 

-Μάλιστα κύριε, ορίστε τα λαχεία σας, καλά κέρδη και καλή Πρωτοχρονιά.

 

Στη συνέχεια δεν μίλησε καθόλου. Μερικά δάκρυα έτρεξαν στα παγωμένα του μάγουλα. Έτρεμε από το κρύο και την πείνα καθώς σερνόταν εδώ και εκεί -προσωποποίηση της δυστυχίας- το κακόμοιρο αγοράκι. Με τρεμάμενη φωνή ψιθύριζε αχνά πως πουλούσε λαχεία και μπαλόνια για να ζήσει.

 

Ενώ περνούσε έξω από ένα κατάστημα και έτσι όπως κοιτούσε ένα ζευγάρι γάντια στη βιτρίνα του καταστήματος, τον φώναξε μια καλοντυμένη κυρία να περάσει μέσα στο κατάστημα για να αγοράσει λαχεία. Τα χέρια του ήταν τόσο παγωμένα που μόλις μπήκε μέσα τού έπεσε το κοντάρι με τα λαχεία. Το σήκωσε και το ακούμπησε δίπλα από μια σόμπα. Η κυρία τού πρότεινε να της διαλέξει τέσσερα πρωτοχρονιάτικα λαχεία λέγοντάς του «άντε, να δω πόσο τυχερός είσαι».

 

Το αγοράκι καθώς προσπαθούσε με τα παγωμένα χέρια του, που δεν μπορούσε να τα ελέγξει, να κόψει τέσσερα λαχεία από διαφορετικές οκτάδες και δεκαεξάδες έσκισε κατά λάθος ένα λαχείο. Εκείνη τη στιγμή ξεφώνισε «ωχ, και τώρα τι θα κάνω;». Η κυρία πήρε τελικά πέντε λαχεία μαζί μ’ αυτό που έσκισε λιγάκι ο μικρός Βαγγελάκης. Μετά τον ρώτησε από πού είναι και αν πηγαίνει σχολείο. Πριν φύγει το μικρό αγοράκι ρώτησε πόσο κοστίζει ένα ζευγάρι γάντια.

 

-Θα σας δώσω λαχεία αντί για χρήματα, της είπε.

 

Η κυρία συγκινήθηκε! Έβγαλε από ένα συρτάρι ένα ζευγάρι γάντια και του τα έδωσε να τα δοκιμάσει. Ήταν ακριβώς το νούμερό του. Τα γάντια κόστιζαν 80 δραχμές. Ο μικρός έβγαλε από το κοντάρι μια δωδεκάδα λαχεία και έκοψε τα τέσσερα. Έκανε έναν υπολογισμό: 20 δραχμές το κάθε λαχείο επί τέσσερα λαχεία 80 δραχμές. Θα σας δώσω ακόμα τέσσερα λαχεία.

 

«Μα, μικρέ μου, αν μου δώσεις εμένα τέσσερα λαχεία πόσα πρέπει να πουλήσεις και σε πόσο χρονικό διάστημα θα καταφέρεις να τα ξεπληρώσεις στο πρακτορείο;».

 

Ο μικρός άρχισε να κάνει υπολογισμούς για το πόσα λαχεία θα έπρεπε να πουλήσει και για το αν θα κατάφερνε να επιστρέψει στο πρακτορείο το κόστος των ογδόντα δραχμών των τεσσάρων λαχείων που θα έδινε για τα γάντια. Η κυρία δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά της. Το μικρό αγοράκι ήταν σκεπτικό, έβγαλε τα γάντια από τα χέρια του και τα επέστρεψε. Η κυρία τα άφησε πάνω σ’ έναν πάγκο του μαγαζιού.

 

Μόλις άνοιξε την πόρτα για να φύγει λέγοντας «ευχαριστώ, χρόνια σας πολλά και καλή χρονιά» άκουσε την κυρία να του λέει να μείνει για λίγο. «Εσύ μείνε για πέντε λεπτά εδώ δίπλα στη σόμπα, εγώ θα πάω στο διπλανό μαγαζί με τα πουκάμισα και θα έρθω αμέσως».

Όταν γύρισε ήταν μαζί με κάποιον κύριο.

Το αγοράκι σκέφτηκε ότι θα του αγόραζε κι αυτός λαχεία, όπως και έγινε.

 

-Πώς σε λένε, αγόρι μου; ρώτησε ο κύριος. 

«Βαγγέλη με λένε»!

«Πας σχολείο;».

«Ναι, στην έκτη Δημοτικού».

«Ο μπαμπάς σου με τι ασχολείται;».

Το αγοράκι σιώπησε. Έσκυψε το κεφάλι του κάτω και δεν μιλούσε. «Γιατί δεν μιλάς Βαγγελάκη;» του λέει ο κύριος και τον χαϊδεύει στο κεφάλι.

 

Όταν ο μικρός σήκωσε τα μάτια του ήταν βουρκωμένα.

Πήρε το κοντάρι με τα λαχεία για να συνεχίσει τον αγώνα του και τους χαιρέτησε για άλλη μια φορά. Ο κύριος τον σταμάτησε και τον ξαναχάιδεψε στοργικά.

«Δεν μου είπες, αγόρι μου, για τον μπαμπά σου και τη μαμά σου που σε ρώτησα».

 

«Ο μπαμπάς μου, κύριε, είναι στη φυλακή σ’ ένα νησί πολύ μακριά και η μαμά μου τώρα είναι στο σπίτι αλλά την ημέρα δουλεύει σε μια βιοτεχνία και γαζώνει πουκάμισα σαν αυτά που έχετε στη βιτρίνα σας. Έχω κι έναν αδελφό πέντε χρονών. Η γιαγιά και ο παππούς είναι στο χωριό. Εκεί δεν αγοράζουν λαχεία ούτε μπαλόνια».

Ο κύριος κοκκίνισε, πήρε μια καρέκλα, τη χτύπησε δυνατά στο δάπεδο, κάθισε, έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του και ήταν σαν να του κόπηκε η λαλιά.

 

Το αγοράκι κοιτούσε σαστισμένο και περίεργα με μεγάλη απορία.

«Γεια σας, φεύγω» ξαναλέει.

 

Τότε ο κύριος σηκώθηκε από την καρέκλα και του λέει «όχι, όχι, αγόρι μου, γύρνα πίσω, θέλω να πάρω κι άλλα λαχεία. Αμέσως πήρε πάνω από τον πάγκο τα γάντια που είχε αφήσει η κυρία που ήταν η γυναίκα του και τα χάρισε στο αγοράκι. Του χάρισε επίσης ένα κασκόλ και του αγόρασε ακόμα έξι λαχεία.

 

Το αγοράκι χαμογέλασε και έτσι όπως αλληλοκοιτιόντουσαν ο κύριος του είπε: «Όλα αυτά θα μου τα πληρώσεις, δεν θέλω όμως χρήματα δραχμές αλλά μια αγκαλιά και ένα φιλί».

 

Έτσι, εκείνη ήταν η τυχερή μέρα του μικρού αγοριού σε αντίθεση με το κοριτσάκι με τα σπίρτα του θλιβερού και συνάμα όμορφου παραμυθιού.

 

Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα κοντά κουρεμένα μαλλιά του, αλλά ο μικρός δεν σκεφτόταν ούτε την ομορφιά του ούτε το κρύο. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα με τα χριστουγεννιάτικα δεντράκια κι η μυρωδιά της ψητής γαλοπούλας, της χοιρινής μπριζόλας και των χριστουγεννιάτικων γλυκισμάτων έβγαινε από μερικά σπίτια: ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, κι αυτό μόνο σκεφτόταν το φτωχό, κακόμοιρο μικρό δυστυχισμένο αγοράκι.

 

Μέσα στο κρύο το μικρό αγοράκι ζάρωνε τα ποδαράκια του όσο γινόταν πιο σφιχτά για να ζεσταίνεται. Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι, γιατί έπρεπε να πουλήσει τα λαχεία. Ούτε ένα μπαλόνι δεν είχε δώσει, άλλωστε και στο σπίτι που μένανε λόγω έλλειψης θέρμανσης έπεφτε να κοιμηθεί με τη φόρμα που του είχε φέρει η μητέρα του από μια βιοτεχνία που είχε δουλέψει.

 

Τα χεράκια του μικρού αγοριού ήτανε ξυλιασμένα. Εκατοντάδες κεράκια φώτιζαν τα πράσινα κλαδιά των χριστουγεννιάτικων δέντρων, όπου ήτανε κρεμασμένα μικροσκοπικά παιχνίδια, απ’ αυτά που βλέπουμε στις βιτρίνες των μεγάλων καταστημάτων. Το μικρό αγόρι τα έβλεπε και τα επιθυμούσε. Έκλεινε μερικές φορές τα μάτια του για να τα αποκτήσει με τη φαντασία του. Τι όμορφα που ήταν τα τρενάκια, τα αεροπλανάκια, τα αυτοκινητάκια κ.λπ.

 

Έστρεφε το βλέμμα του στον ουρανό να δει αν υπάρχουν αστέρια!

Όταν έχει ξαστεριά κάνει περισσότερο κρύο τον χειμώνα, του έλεγε ο παππούς. Έτσι, αφού χιόνιζε και δεν έβλεπε στον ουρανό αστέρια έλεγε μέσα του αυτό που του έμαθε ο παππούς του, «ότι το κρύο ξεθυμαίνει όταν χιονίζει».

 

Ενώ βάδιζε στην πλατεία της πόλης γλίστρησε, έπεσε και χτύπησε δυνατά στο γόνατο αλλά από το κρύο δεν είχε καταλάβει ότι είχε ματώσει. Το εντεκάχρονο αγοράκι από τον έντονο πόνο είχε παραισθήσεις γι’ αυτό και είδε να στέκεται μπροστά του η αγαπημένη του γιαγιά, ευγενική και τρυφερή όπως πάντα, αλλά και γελαστή και χαρούμενη όσο δεν την είχε ξαναδεί ποτέ του.

«Αγόρι μου, σου έφτιαξα πατάτες τηγανητές που σου αρέσουν». «Γιαγιάκα μου!» φώναξε ο μικρός. «Πότε ήρθες απ’ το χωριό; Πού ήξερες ότι είμαι εδώ και ήρθες να με βρεις;».

Το μικρό αγοράκι φανταζόταν έναν καλύτερο κόσμο με ζεστασιά, έναν κόσμο όπου να μην υπάρχει ούτε κρύο ούτε πείνα, ούτε δυστυχία, ούτε βάσανα.

 

Το άλλο πρωί, το αγοράκι βρέθηκε κουρνιασμένο δίπλα στο μαγκάλι του φτωχικού σπιτιού και όταν άνοιξε τα μάτια του νόμιζε ότι όλα όσα του είχαν συμβεί εκείνο το βραδάκι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήταν ένα όμορφο όνειρο. Ήταν όμως αλήθεια. Μόλις είδε τα γάντια και το κασκόλ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ρώτησε τη μαμά του αν άκουσε από το ραδιόφωνο της γειτόνισσας κυρίας Ελένης τον αριθμό του Πρωτοχρονιάτικου Λαχείου. Δεν είχε κρατήσει ούτε ένα λαχείο για να δοκιμάσει την τύχη του. Ποια τύχη αλήθεια; Είναι θέμα τύχης ή είναι θέμα της κοινωνίας των ανθρώπων;

 

Οι ηλιαχτίδες της Πρωτοχρονιάς έλαμψαν πάνω από τη φτώχεια και τη δυστυχία του μικρού αγοριού που δεν είχε το δικαίωμα ούτε στα όνειρα για το μέλλον.

 

Εκείνες τις χριστουγεννιάτικες μέρες ρωτούσαν τους συνομήλικους συμμαθητές και φίλους του γνωστοί, συγγενείς και διάφοροι άλλοι τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν κι εκείνα απαντούσαν, άλλος γιατρός, άλλος μηχανικός, άλλος δικηγόρος, άλλος καπετάνιος, άλλος πιλότος, αλλά στο μικρό αγόρι δεν υπήρχαν περιθώρια, έπρεπε να γίνει αγρότης ή εργάτης, να δουλέψει για να συντηρηθεί η μαμά και ο μικρός αδελφός. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τον υπέροχο κόσμο που είχε πλάσει το μικρό αγόρι, ούτε ότι εκείνη την ημέρα χάραζαν οι ηλιαχτίδες της νέας χρονιάς έναν καλύτερο χαρακτήρα με ευαισθησίες, αγάπη, αισθήματα και συναισθήματα.

 

Μετά από τρεις μήνες πριν από την 25η του Μάρτη το μικρό αγοράκι ένα Σάββατο γύρω στις 11.00 π.μ. περνούσε μπροστά από το φωτογραφείο του Βαλσάμη. 
«Πάρτε, κύριοι, λαχεία».
Το αγοράκι δεν ήξερε ότι ο φωτογράφος γνώριζε τον πατέρα του. «Βαγγελάκη, έλα εδώ αγόρι μου» άκουσε να τον φωνάζει κάποιος. Παραξενεύτηκε ο μικρός και έσπευσε στο απέναντι πεζοδρόμιο όπου έστεκε ο φωτογράφος μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του.

 

«Γεια σας, κύριε, αύριο κληρώνει το Λαϊκό». 

«Θα σου πάρω μια εξάδα και αν δεν κερδίσω θα σ’ αγαπάω περισσότερο» του λέει ο φωτογράφος και ξεσπάει σε λυγμούς. Γονάτισε, αγκάλιασε το εντεκάχρονο αγοράκι και του είπε στο αφτί «ένα μεγάλο ευχαριστώ για τους αγώνες του μπαμπά σου, έτσι να του πεις όταν τον ξαναδείς. Αυτό που σου λέω να μην το πεις σε κανέναν εκτός από τη μαμά σου, τον παππού και τη γιαγιά σου». Σύμφωνοι; 

Σύμφωνοι! Απαντάει ο μικρός.

«Και κάτι ακόμα.

Όταν περνάς από εδώ θα πηγαίνεις απέναντι εκεί στο τυροπιτάδικο, θα παίρνεις τυρόπιτα ή ότι άλλο θέλεις, μόνο να έρχεσαι να μου το λες για να τα πληρώνω».

«Σύμφωνοι; Διαφορετικά δεν θα σου αγοράζω λαχεία» και χαμογελάει. 

«Σύμφωνοι» του απαντάει ο μικρός.

Την ημέρα της 25ης του Μάρτη ο μικρούλης βγήκε για το μεροκάματο στην πλατεία της πόλης. Εκεί τον περίμενε μια υπέροχη έκπληξη.

Οι φωτογράφοι της πλατείας τον αγαπούσαν και απαντούσαν ενίοτε στις ερωτήσεις του για το πώς εμφάνιζαν τις φωτογραφίες.

Ο μικρός είχε την επιθυμία να γίνει φωτογράφος και τους το έλεγε, όμως η μοίρα, οι αγώνες του και η θέλησή του χάραξαν τελείως διαφορετική πορεία. Εξάλλου ήταν πιο εύκολο να γίνει φωτογράφος από το να γίνει δικηγόρος ή γιατρός ή μηχανικός που απαιτούσαν έξοδα που η οικογένειά του δεν διέθετε και φυσικά καλύτερα από το να είναι ένας φτωχός εργάτης ή φτωχός αγρότης μέσα στο χώμα, τη λάσπη και το λιοπύρι του καλοκαιριού.

Μόλις το μικρό αγόρι εμφανίστηκε στην πλατεία με τα λαχεία στο ένα χέρι και στο άλλο τα μπαλόνια τον φώναξαν δυο φωτογράφοι να πάει προς το μέρος τους. Σε λίγο ήρθαν και οι υπόλοιποι. Εξι συνολικά οι φωτογράφοι σε διάφορες γωνιές της πλατείας. «Χρόνια σου πολλά Βαγγελάκη» και του χαρίζουν ένα πορτοκαλί όμορφο κουτάκι. Το αγοράκι νόμιζε ότι είχε μέσα γλυκά ή σοκολατάκια και δεν το άνοιξε.

Ένας από τους φωτογράφους τού προτείνει να το ανοίξει.

Το μικρό αγόρι μόλις έβγαλε το περιτυλιγμένο χαρτί είδε ότι στο καπάκι από το ντενεκεδένιο κουτάκι έγραφε Agfamatic. Το άνοιξε και μέσα ήταν μια φωτογραφική μηχανή. Πάλι δεν μπορούσε να πιστέψει σ’ αυτό που έβλεπε. Έτρεξε γύρω στα τρία χιλιόμετρα πίσω στο σπίτι που ήταν στην έξοδο της πόλης για να το αναγγείλει στη μητέρα του.

Μόλις έφτασε λαχανιασμένος βρήκε τη μητέρα του με την ποδιά να φτιάχνει ψωμί. 

Το μικρό αγόρι έβγαλε μια κραυγή χαράς και ευτυχίας. 

«Μαμά, θα γίνω φωτογράφος και θ’ ανοίξω ένα μικρό φωτογραφείο κι εσύ δεν θα δουλεύεις πλέον σε βιοτεχνίες, θα κάθεσαι στο μαγαζί όταν εγώ θα βγαίνω για να φωτογραφίσω σε γάμους και βαφτίσια».

Από τις φωνές ήρθαν μπροστά σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι κάποιες γειτόνισσες που δεν μπορούσαν να κρύψουν τα δάκρυά τους.

 

Το μικρό εκείνο αγοράκι είναι σήμερα συνταξιούχος καθηγητής 67 ετών.

Πιο τυχερό από το κοριτσάκι με τα σπίρτα που οι φλόγες των σπίρτων δεν κατάφεραν να το ζεστάνουν.

 

Πάντα εδώ και χρόνια αυτές τις μέρες ψάχνω να βρω εκείνο το εντεκάχρονο αγοράκι με τα λαχεία και τα μπαλόνια. Πάντα το βρίσκω! Είναι ριζωμένο μέσα στο βαθύ παρελθόν και ιδιαίτερα στον ψυχικό μου κόσμο. Πάντα θα θυμάμαι εκείνο το πικρό του χαμόγελο!

 ...........................................

[*] Δρ. Χημικός Μηχανικός

M.Sc., M.Educ., ΜΒΑ, Ph.D., Post Doc.,

Διδάκτωρ Μηχανικός Ε. Μ. Πολυτεχνείου