Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Δε μιλάω για τα βάσανα των
μεγάλων, αυτοί φάγανε το μήλο κι άσε να πάνε στο διάολο
Εμείς έχουμε την
ιστορική, την άμεση απόλαυση vα τσακίζουμε τους αvθρώπους στο ξύλο.
Ο Νεχράσοβ
έγραψε κάτι στίχους για το πώς ένας μουζίκος χτυπούσε με το κνούτο τ’ άλογό του
στα μάτια, «στα πράα του μάτια». Αυτό όλοι το ‘χoυv δει, αυτό είναι Ρωσισμός.
Περιγράφει πώς ένα
αδύναμο αλογάκι, που το ‘χαv παραφορτώσει, χώθηκε στη λάσπη με το κάρο και δεν
τα κατάφερvε vα το τραβήξει. Ο μουζίκος το καμτσικίζει, το χτυπάει με
λύσσα, το χτυπάει στο τέλος χωρίς vα καταλαβαίvει κι αυτός τι κάvει’ μέσα
στη μέθη του χτυπάει απαvωτά τις καμτσικιές: «Μπορείς δεv μπορείς, θα το
τραβήξεις το κάρο κι ας ψοφήσεις!» Τ’ άλογο σπαρταράει κι εκείvος αρχίζει vα το
χτυπάει το αvυπεράσπιστο στα δακρυσμέvα, «πράα του μάτια».
Με μια απελπισμένη
προσπάθεια τ’ άλογο ξεκόλλησε τ’ αμάξι και προχώρησε τρέμοvτας ολάκερο, χωρίς
vα παίρνει ανάσα, γέρvοvτας κάπως στο πλάι, κάπως αvαπηδώvτας, κάπως αφύσικα
και vτροπιασμέvα, έτσι που τα λέει ο Νεκράσοβ είvαι κάτι φριχτό. Όμως εδώ oταν
πρόκειται παρά για έvα άλογο μοvάχα, το άλογο κι ο ίδιος ο Θεός μάς το ‘δωσε
για vα το δέρvουμε. Έτσι μας το εξηγήσαvε οι Τάταροι και μας άφησαv το
κνoύτo για εvθύμιο.
Μα μπορεί vα
δέρvει καvείς κι αvθρώπους. Και vα που έvας μορφωμένος κύριος και η κυρία του
δέρνουν την κόρη τους, μια μικρούλα εφτά χρονώ, με βίτσες, αυτό το ‘χω
σημειωμένο με λεπτομέρειες. Ο πατερούλης χαίρεται που οι βίτσες έχουν ρόζους,
«θα πονάει περισσότερο», λέει, κι αρχίζει να τις «βρέχει» της κόρης του.
Ξέρω θετικά πως
υπάρχουν μερικοί τέτοιοι, που νιώθουν ηδονή στο κάθε χτύπημα,
κυριολεκτικά ηδονή, στο κάθε χτύπημα η ηδονή όλο και μεγαλώνει, με
γεωμετρική πρόοδο. Δέρνουν ένα λεπτό, φτάνουν στα πέντε, στα δέκα, κι ακόμα
περισσότερο, τα χτυπήματα γίνονται πιο συχνά, πονάνε περισσότερο. Το παιδί ξεφωνίζει,
στο τέλος δεν μπορεί πια να φωνάξει: «Μπαμπά, μπαμπά, μπαμπακούλη,
μπαμπακούλη!»
Ο διάολος σπάει
το πόδι του και η υπόθεση φτάνει στο δικαστήριο. Βάζουν ένα δικηγόρο. Ο ρώσικος
λαός από καιρό τώρα λέει για το δικηγόρο: «ο δικολάβος είναι νοικιασμένη συνείδηση»
. Ο δικηγόρος φωνάζει το λοιπόν για να υπερασπίσει τον πελάτη του . «Η
υπόθεση, λέει, είναι τόσο απλή, οικογενειακή και συνηθισμένη ο πατέρας
έδειρε την κόρη του και είναι όνειδος για την εποχή μας που το πράμα έφτασε στο
δικαστήριο!» Οι ένορκοι πείθονται, αποχωρούν για να συσκεφτούν και βγάζουν
αθωωτική απόφαση. Το κοινό ουρλιάζει από χαρά που δικαιώσανε το βασανιστή.
Αχ, να μην είμαι
εκεί πέρα! Θα φώναζα να καθιερώσουν μια υποτροφία προς τιμήν του βασανιστή! …
Θαυμάσια εικόνα. Μα για τα παιδιά έχω ακόμα καλύτερα, έχω μαζέψει πολλά, πάρα
πολλά για τα ρωσόπουλα, Αλιόσα. Ένα κοριτσάκι πέντε χρονώ δεν το χωνεύανε οι
γονείς του, «άνθρωποι λίαν ευυπόληπτοι, μορφωμένοι και καλοαναθρεμμένοι,
κατέχοντες σημαντικά αξιώματα εν τη κοινωνία».
Το υποστηρίζω για
μιαν ακόμα φορά πως υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που αγαπούν να βασανίζουν τα
παιδιά, μονάχα τα παιδιά. Σ’ όλα τ’ άλλα πλάσματα, αυτά τα υποκείμενα, αυτοί οι
ίδιοι οι βασανιστές, φέρονται με καλοσύνη και σεμνότητα σαν μορφωμένοι και
πολιτισμένοι Ευρωπαίοι, μα αγαπάνε πoλύ να τυραννούν τα μικρά παιδιά, και
μάλιστα γι’ αυτό ίσα ίσα αγαπάνε τα παιδιά. Τους δελεάζουν τα παιδιά γιατί
ακριβώς είναι ανυπεράσπιστα, γιατί έχουν μιαν αγγελική εμπιστοσύνη, γιατί δεν
μπορούν τίποτα να κάνουν και πουθενά να πάνε. Αυτό ίσα ίσα είναι που ανάβει το
χυδαίο αίμα του βασανιστή.
Φυσικά μέσα σε
κάθε άνθρωπο φωλιάζει ένα θηρίο, το θηρίο της οργής, το θηρίο της λάγνας
ηδονής, Που το ερεθίζουν οι κραυγές του βασανιζόμενου θύματος, το θηρίο
των αχαλίνωτων παθών και των νόσων, που τα γέννησε η διαφθορά: ποδάγρα,
χαλασμένο συκώτι κ.τ.λ. Αυτό το φτωχό κοριτσάκι οι μορφωμένοι γονείς το
τυραννούσαν μ’ όλα τα βασανιστήρια που μπορείς να φανταστείς. Τη χτυπούσαν, τη
μαστίγωναν, την κλότσαγαν, χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι για ποιο λόγο όλο της
το κορμί γέμισε μελανιές.
Τέλος βρήκανε
κάτι πιο εκλεπτυσμένο: με κρύο, με παγωνιά, την κλείδωναν όλη τη νύχτα στο
«μέρος», γιατί αυτή δε ζητούσε τη νύχτα να πάει εκεί την ώρα που έπρεπε, λες κι
ένα παιδάκι πέντε χρονών, που κοιμάται ακόμα βαθιά σαν αγγελούδι, μπορεί να
‘χει μάθει να ζητάει να «βγει»-, της τρίβανε το πρόσωπο με τα ίδια της τα
περιττώματα και την ανάγκαζαν να τρώει αυτά τα περιττώματα και ήταν η μάνα, η
μάνα που την ανάγκαζε!
Κι αυτή η μάνα
μπορούσε και κοιμόταν ακούγοντας τη νύχτα τους στεναγμούς του παιδιού που το
‘χαν κλειδώσει στο αποχωρητήριο! Το καταλαβαίνεις τάχα αυτό. Ένα μικρό πλάσμα,
που δεν ξέρει ακόμα ούτε καν να διανοηθεί τι του συμβαίνει,
χτυπιέται στο βρώμικο μέρος, στο σκοτάδι και στην παγωνιά, χτυπάει με τη μικρούλα
γροθιά του το πονεμένο απ’ το κλάμα στήθος του και κλαίει με τα ματσωμένα, άκακα
και δειλά του δάκρυα, παρακαλώντας το «Θεούλη» να το υπερασπιστεί.
Το καταλαβαίνεις
άραγε αυτό, φίλε μου κι αδελφέ μου, δόκιμε του Θεού, το
καταλαβαίνεις για ποιο λόγο είναι απαραίτητα όλα αυτά; Χωρίς αυτά, λένε, δε θα
μπορούσε να ζήσει ο άνθρωπος σε τούτη τη γη, γιατί δε θα γνώριζε το καλό και το
κακό. Μα γιατί να το γνωρίσει αυτό το διάολο καλό και το διάολο κακό αφού κοστίζει
τόσο ακριβά; Όλη η σοφία του κόσμου δεν αξίζει τα δάκρυα αυτής της
μικρούλας που παρακαλεί το «Θεούλη». Δε μιλάω για τα βάσανα των μεγάλων,
αυτοί φάγανε το μήλο κι άστους να πάνε στο διάολο, ας τους έπαιρνε κι ας τους
σήκωνε όλους ο διάολος όμως αυτά, αυτά τα παιδιά! Σε βασανίζω, Αλιόσα, μου
φαίνεται πως δεν αισθάνεσαι καλά. Αν θέλεις, σταματάω.
1.
Δεν πειράζει, θέλω και γω να υποφέρω, τραύλισε ο
Αλιόσα.
2.
Θα σου πω ένα, μονάχα ένα ακόμα περιστατικό, κι αυτό
από περιέργεια, που είναι πολύ χαρακτηριστικό και, το σπουδαιότερο, γιατί
μόλις πριν από λίγο το διάβασα σε μιαν απ’ τις ιστορικές μας συλλογές, στο
αρχείο ή στους Παλαιούς Καιρούς, πρέπει να ψάξω να δω, ξέχασα κιόλας πού το ‘χω
διαβάσει.
Έγινε στα πιο
σκοτεινά χρόνια της εποχής της δουλοπαροικίας, στις αρχές ακόμα του αιώνα
μας. Ζήτω λοιπόν ο Ελευθερωτής του λαού! Ζούσε τότε, στις αρχές του
αιώνα μας, ένας στρατηγός, ένας στρατηγός με μεγάλες γνωριμίες και πολύ
πλούσιος τσιφλικάς, μα ήταν κι από εκείνους που ακόμα και στον καιρό του
ήταν λίγοι, καθώς φαίνεται όταν παίρνανε τη σύνταξη, νόμιζαν πως είχαν
αποχτήσει δικαιώματα ζωής και θανάτου πάνω στους υποτελείς τους. Τότε υπήρχαν
τέτοιοι.
Ζει λοιπόν ο
στρατηγός μας στην ιδιοκτησία του με τις δυο χιλιάδες ψυχές του γεμάτος
υπεροψία μεταχειρίζεται τους παρακατιανούς γειτόνους του σαν να ‘ταν
παράσιτα και γελωτοποιοί. Στο μαντρί του είχε εκατοντάδες σκυλιά και καμιά
εκατοστή ιπποκόμους που τα περιποιόνταν, όλους καβαλαρέους κι όλους με στολή.
Και νά, μια μέρα, ένα αγοράκι μόλις οχτώ χρονών, γιος ενός υπηρέτη, πέταξε μια
πέτρα εκεί που έπαιζε και χτύπησε στο πόδι τ’ αγαπημένο κυνηγόσκυλο του
στρατηγού.
«Γιατί
κουτσαίνει τ’ αγαπημένο μου σκυλί;» του λένε λοιπόν το και το. Τούτο δω το
παιδί πέταξε μια πέτρα και το χτύπησε. «Α, εσύ ήσουν», είπε και καλοκοίταξε ο
στρατηγός. «Πιάστε τον!» Τον πιάσανε και τον πήρανε απ’ τη μάνα του, όλη τη νύχτα
τον αφήσανε στο μπουντρούμι. Το πρωί, μόλις έφεξε, βγαίνει ο στρατηγός μ’ όλη
την ακολουθία του για κυνήγι, καβαλίκεψε στ’ άλογο, γύρω του οι
φιλοξενούμενοι -χαραμοφάηδες-, τα σκυλιά, οι υπηρέτες, οι σαλπιγκτές, όλοι στ’
άλογα. Μαζεύτηκαν και οι χωριάτες για να δουν, και μπροστά μπροστά η μητέρα
του ένοχου παιδιού.
Βγάζουν απ’ το
μπουντρούμι τον μικρό. Είναι μια σκυθρωπή, ψυχρή, φθινοπωριάτικη μέρα γεμάτη
καταχνιά, περίφημος καιρός για κυνήγι. Ο στρατηγός διατάζει να γδύσουν τον
μικρό τον γδύνουν και τον αφήνουν τσιτσίδι, αυτός τρέμει, αλάλιασε απ’ το φόβο
του, δεν τολμάει να βγάλει κιχ … « Μαρς!» διατάζει ο στρατηγός, «τρέχα, τρέχα!»
φωνάζουν στον μικρό οι ιπποκόμοι υπηρέτες, τ’ αγόρι αρχίζει να τρέχει … «Απάνω
του!» ξεφωνίζει ο στρατηγός κι αμολάει πίσω του όλο το κοπάδι τα σκυλιά. Αυτό
έγινε μπροστά στη μητέρα, τα σκυλιά κάνανε κομμάτια το παιδάκι! …
Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι “Αδελφοί Καραμάζοφ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου